Η διαδικασία της ελαιοσυλλογής έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί στη χώρα, με ορισμένα μόνο παραγωγικά κέντρα να εξακολουθούν με φθίνοντα ρυθμό τη διαδικασία, δεδομένων των μικρότερων ποσοτήτων. Οι τιμές εξακολουθούν να κινούνται σε πρωτόγνωρα ύψη χωρίς ακόμη να βρίσκουν αντίκρισμα στον αντίστοιχο όγκο πράξεων, πράγμα που εν μέρει δικαιολογείται από τη μεγάλη μείωση της παραγωγής, αλλά βασίζεται και στη συγκράτηση των παραγωγών που δεν δίνουν σημαντικές ποσότητες στη διάθεση του εμπορίου.
Τσίμα-τσίμα θα φτάσουμε στην επόμενη ελαιοκομική περίοδο
Πρόκειται για μία «ανατροφοδοτούμενη» κατάσταση, εξηγεί στην «Ύπαιθρος Χώρα» ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ), Μανώλης Γιαννούλης, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «η αγορά προσπαθεί να καλυφθεί για να έχει διαθέσιμες ποσότητες και ο παραγωγός, όσο βλέπει την τιμή να ανεβαίνει, κρατιέται, μήπως ανέβει κι άλλο (σ.σ. η τιμή)», δεδομένου πάντα του σημαντικά μειωμένου όγκου της φετινής παραγωγής. «Το αποτέλεσμα, πάντως, είναι ότι η τιμή ανεβαίνει», σχολιάζει, με το εύρος της για τον παραγωγό να κυμαίνεται πλέον στα 9-9,5 ευρώ/κιλό για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, ενώ για κάποιες ποσότητες πολύ ποιοτικού προϊόντος γίνονται πράξεις ακόμη και πολύ κοντά στα 10 ευρώ.
«Εάν η κατανάλωση διατηρηθεί, προς τα τέλη καλοκαιριού με αρχές φθινοπώρου θα ψάχνουμε να βρούμε λάδι», σχολιάζει ο κ. Γιαννούλης, μεταφέροντας, ωστόσο, ότι αυτό που εκτιμά η αγορά είναι ότι θα υπάρξει και άλλη υποχώρηση της κατανάλωσης. Η μικρότερη παραγωγή σε όλη τη Μεσόγειο είναι και ο λόγος που οι τιμές αυξάνονται, εξηγεί ο ίδιος, κάνοντας λόγο για ελλειμματικό ισοζύγιο από πλευράς προϊόντος.
«Οι τιμές βρίσκονται ήδη πάρα πολύ υψηλά και, από ό,τι φαίνεται, θα παραμείνουν εκεί όσο η κατανάλωση συνεχίζεται στα σημερινά επίπεδα», εκτιμά. Όπως διευκρινίζει, η διεθνής κατανάλωση δείχνει να διατηρεί τα μειωμένα μεν επίπεδα στα οποία βρίσκεται, τα οποία όμως, σε σχέση με τις διαθέσιμες ποσότητες προϊόντος θεωρούνται υψηλά, εκτιμώντας ότι θα φτάσουμε «τσίμα-τσίμα» στην επόμενη ελαιοκομική περίοδο από άποψη ποσοτήτων. Σε ό,τι αφορά την ελληνική παραγωγή, αυτή φέτος εκτιμάται στο 30% μίας μεγάλης παραγωγής, εξηγεί ο κ. Γιαννούλης, καθώς σε απόλυτους αριθμούς η χρονιά δεν αναμένεται να υπερβεί τους 150.000 τόνους ελαιολάδου.
Προβληματισμοί για το μέλλον εκφράζονται από τη Μεσσηνία
«Γενικότερα, εξακολουθούμε να είμαστε σε αχαρτογράφητα νερά», σχολιάζει από την πλευρά του ο Γιώργος Κόκκινος, πρόεδρος στον Συνεταιρισμό Νηλέας. Η Δυτική Μεσσηνία, περιοχή στην οποία εδρεύει η οργάνωση, έχει σχεδόν ολοκληρώσει τη συλλεκτική διαδικασία, με τους όγκους –κατ’ εκτίμηση– στο περίπου 50% των περσινών και προϊόν καλής ποιότητας.
«Φαίνεται ότι είναι μια χρονιά με ζήτηση ελαιολάδου και με γενικότερα χαμηλή παραγωγή, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο», αναφέρει, περιλαμβάνοντας μεταξύ των φετινών ιδιαιτεροτήτων τη ζήτηση μικρών ποσοτήτων από την πλευρά της τυποποίησης, αλλά και τη ρευστότητα ως προς τις τιμές, κι αυτά καθώς οι παραγωγοί εξακολουθούν να είναι συγκρατημένοι, προσδοκώντας περαιτέρω άνοδο.
«Υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από Έλληνες τυποποιητές, οι οποίοι προσπαθούν να κρατήσουν τις αγορές τους. Αυτό είναι η δική μου ερμηνεία. Απλώς, ζητούν μικρές ποσότητες», αναφέρει, διευκρινίζοντας ότι, συνήθως, πρόκειται για ποσότητες κάτω του βυτίου, προσφέροντας πολύ ικανοποιητικές τιμές. Η τιμή στην περιοχή για το συμβατικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο βρίσκεται σίγουρα άνω των 9 ευρώ, ωστόσο, δεν μπορεί να πει κανείς με ασφάλεια ένα ακριβές επίπεδο, αφού αλλάζει από ώρα σε ώρα, εξηγεί ο κ. Κόκκινος. Βλέποντας το μέλλον, υπάρχει αγωνία και ανησυχία για το τι μπορεί να γίνει σε μια χρονιά αυξημένης παραγωγής, δεδομένης της μείωσης της κατανάλωσης που καταγράφεται, υπογραμμίζει, προσθέτοντας και την παράμετρο του κόστους παραγωγής, το οποίο έχει παρασυρθεί και από την άνοδο των τιμών στο προϊόν.
«Αυτό δεν θα επιστρέψει εκεί που ξέραμε», εκτιμά, κάτι που προστίθεται στα υπάρχοντα προβλήματα της έλλειψης εργατών, της επισφάλειας από την κλιματική αλλαγή και άλλες παραμέτρους, «που δεν φαίνεται να ανησυχούν κανέναν από αυτούς που παίρνουν αποφάσεις», τονίζει.
Με πρωτόγνωρα δεδομένα ολοκληρώνει η Λέσβος τη συλλογή
Με πρωτόγνωρα χαμηλές αποδόσεις, που δίνουν ακόμη και 60 κιλά λαδιού από ένα μόδι (640 κιλά ελιές), όταν ένας μέσος όρος μπορεί να ήταν στα 120 κιλά προϊόντος στο μόδι, κλείνουν την περίοδο των συγκομιδών στη Λέσβο. Στο νησί εντοπίζονται και ποιοτικά ζητήματα μετά από οργανοληπτικές εξετάσεις σε ελαιοτριβεία, αλλά και αυξημένες οξύτητες, προβλήματα που αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή.
Ανομβρία και καθυστερημένες βροχοπτώσεις έφεραν φέτος τους παραγωγούς του νησιού αντιμέτωπους με την παραπάνω εικόνα, αλλά και το παράδοξο ακόμη και στο ίδιο κτήμα να Η φετινή παραγωγή θα είναι ακόµη χαµηλότερη από προηγούµενες εκτιµήσεις, στους µόλις 2.500 τόνους ελαιολάδου, από τους 20.000 µιας καλής χρονιάς, µε αρκετούς παραγωγούς να αναγκάζονται ακόµη και να αγοράσουν λάδι για τις οικογένειές τους υπάρχει ένα δέντρο φορτωμένο με ελιές και τα διπλανά να είναι άδεια, σύμφωνα με την εικόνα που μετέφερε ο Χρήστος Κουτλής, πρόεδρος του ΑΣ Ακρασίου, αναφέροντας ότι η κατάσταση αυτή θα γνωστοποιηθεί και στο ΥΠΑΑΤ.
Η φετινή παραγωγή θα είναι ακόμη χαμηλότερη από προηγούμενες εκτιμήσεις, στους μόλις 2.500 τόνους ελαιολάδου, από τους 20.000 που μπορεί να πιάσει μια καλή χρονιά, εκτιμά, με αρκετούς παραγωγούς να αναγκάζονται ακόμη και να αγοράσουν λάδι για τις οικογένειές τους. «Το θέμα είναι ότι η ζημιά δεν είναι μόνο για τους παραγωγούς, αφού και τα ελαιοτριβεία θα δυσκολευτούν να κρατηθούν, αν συνεχιστεί η κατάσταση με τέτοια μικρή κίνηση», υπογραμμίζει ο κ. Κουτλής. Μάλιστα, ο ίδιος εκτιμά ότι ένα ελαιοτριβείο, ακόμη και αν δεν λειτουργήσει, με έναν μόνο μόνιμο υπάλληλο χρειάζεται 25.000-30.000 για πάγιες ανάγκες και συντήρηση.
Η τιμή παραγωγού στο νησί, βάσει και του τιμοκαταλόγου που ανακοίνωσαν ιδιώτες ελαιοτριβείς την τρέχουσα εβδομάδα, ανέρχεται στα 8,80 ευρώ για τα 3/10. Στην περιοχή του Πλωμαρίου κινείται στα 9,20 και 9,30 ευρώ. Παρότι οι τιμές είναι αυξημένες, φαίνεται ότι κι εκεί δεν παροτρύνουν σε πράξεις, αφού οι τελευταίες κρίνονται περιορισμένες, αφενός λόγω των μικρών ποσοτήτων και αφετέρου λόγω της προσδοκίας για περαιτέρω άνοδο από τους παραγωγούς, εξηγεί, καταλήγοντας ότι «υπάρχουν υψηλές τιμές, αλλά, ουσιαστικά, χωρίς λάδι».