• Αναζήτηση

Το βουνό είναι μπροστά μας

*του Παναγιώτη Λιαργκόβα

 

Η συζήτηση για το ιδιωτικό χρέος στη χώρα μας, την επόμενη ημέρα της πανδημίας, δεν είναι καθόλου απλή. Από τη μια μεριά πρέπει να βλέπει κανείς τη μεγάλη εικόνα, που περιλαμβάνει την Ελλάδα, την ευρωζώνη και τον διεθνή περίγυρο, και από την άλλη να βλέπει τη μικρή εικόνα, δηλαδή τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας, όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, στην Ελλάδα λειτουργούν οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις ανά 1.000 κατοίκους και έχουν το μικρότερο μέγεθος απασχόλησης. Στη συζήτηση αυτή υπάρχουν καλά και κακά νέα. Θα ξεκινήσω με τα δεύτερα, επικαλούμενος τον επίλογο ενός πρόσφατου βιβλίου μου με τίτλο «Δέκα χρόνια κρίση, τρία μνημόνια και μία πανδημία». Εγραφα, λοιπόν, ότι στη μετά κορωνοϊό εποχή το τοπίο θα μοιάζει με «μεταπολεμικό τοπίο». Δυστυχώς, έτσι έχουν τα πράγματα.

Με το ύψος των «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα να είναι το υψηλότερο με διαφορά στην ευρωζώνη, στο 35,8%, σύμφωνα με την 9η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, έναντι περίπου 3,5% στην ευρωζώνη, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος με το οποίο θα βρεθεί αντιμέτωπη η χώρα την επόμενη ημέρα – και οι τράπεζές της. Το ελληνικό ιδιωτικό χρέος, από τα 234 δισ. ευρώ προ πανδημίας, έχει εκτοξευτεί στα 254 δισ. ευρώ, καθώς «πιέζεται»: (α) από τα 10 δισ. ευρώ των νέων δανείων στεγαστικών και επιχειρηματικών που θα «κοκκινίσουν» τους ισολογισμούς των τραπεζών και θα αποτελέσουν τις νέες επισφάλειες, (β) από τα 5 δισ. ευρώ των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων που έχουν ανασταλεί και προκύπτουν μεγάλα ερωτήματα για το πώς θα εξοφληθούν, (γ) από τα 3 δισ. ευρώ των οφειλών που είναι χρέη μεταξύ ιδιωτών και (δ) από τα 2 δισ. ευρώ των χρεών προς τις ΔΕΚΟ και τους ΟΤΑ. Εξάλλου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πανδημία εκτιμάται ότι θα αφήσει στις τράπεζες «κληρονομιά» 8-10 δισ. ευρώ. Υπάρχουν, δε, και δάνεια, ύψους 20 δισ. ευρώ, που βρίσκονται σε αναστολή. Με εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις να βρίσκονται με κατεβασμένα ρολά και χιλιάδες εργαζομένους σε αναστολή εργασίας, κάθε ημέρα που περνά, το πρόβλημα διογκώνεται. Αυξάνονται συνεχώς οι υποχρεώσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ο λογαριασμός δεν εξαφανίζεται, θα βρίσκεται εκεί, απειλητικά, μετά τον εφιάλτη της πανδημίας, όταν η χώρα θα επιστρέψει στη νέα κανονικότητα. Και δεν είναι μόνο το ιδιωτικό χρέος.

Την ίδια ώρα, το δημόσιο χρέος της χώρας μας έσπασε για πρώτη φορά στην ιστορία το όριο του 200% του ΑΕΠ, φτάνοντας στα 340 δισ. ευρώ στα τέλη του 2020. Για να απαλύνει τις βαθιές πληγές που έχει ανοίξει στην κοινωνία η υγειονομική κρίση, η πολιτεία έχει πάρει μια σειρά μέτρων όπως η εννεάμηνη αναστολή υποχρεώσεων (moratoria) και, μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής, η σταδιακή επιστροφή στις αρχικές τοκοχρεολυτικές δόσεις των δανείων (step up), το πρόγραμμα «Γέφυρα», η επιστρεπτέα προκαταβολή (με αλλεπάλληλα κύματα), η επιδότηση τόκων μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας, αλλά και η ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων μέσω του τραπεζικού συστήματος.

Ολα τα μέτρα αυτά είναι κρίσιμα, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες και ατομικές επιχειρήσεις. Λύνουν, όμως, το πρόβλημα; Σαφέστατα όχι, γιατί καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να τετραγωνίσει τον κύκλο, δηλαδή και να επουλώσει τις πληγές αυξάνοντας τον λογαριασμό των μέτρων στήριξης και ταυτόχρονα να κρατήσει σταθερά τα αποθέματα ασφαλείας στα κρατικά ταμεία, στρέφοντας το βλέμμα στις αγορές για δανεικά. Απλώς, στην καλύτερη περίπτωση, μετατοπίζει το πρόβλημα χρονικά και στη χειρότερη το μεταφέρει στο Δημόσιο, δηλαδή σε μελλοντικούς φόρους. Τότε, ποια είναι η λύση; Εδώ έρχομαι στα καλά νέα: το γεγονός ότι αυτή τη φορά δεν είμαστε μόνοι. Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. είναι στην ουσία σε μια κούρσα υπερχρέωσης. Για την ακρίβεια, σχεδόν όλος ο πλανήτης είναι ένα χρέος με πολλά μηδενικά. Αρα, θα κατευθυνθούμε σε μια «συνολική λύση» προκειμένου να αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί τη διόγκωση του χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, υπό την πίεση της πανδημίας, έχει κάνει δύο θετικά βήματα: τη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού χρέους μέσω της Κομισιόν και το Ταμείο Ανάκαμψης. Ολα αυτά είναι θετικά.

Επομένως, η Ελλάδα ούτε απομονωμένη είναι, όπως στην προηγούμενη κρίση χρέους, ούτε «δακτυλοδεικτούμενη». Μάλλον το αντίστροφο. Μέχρι τώρα η οικονομική διαχείριση φαίνεται να είναι αποτελεσματική. Θα χρειαστούν, ωστόσο, σχέδιο, υπομονή και κοινωνική συνοχή για τη διαχείριση της επόμενης ημέρας. Ενα σχέδιο που θα στηρίζει τις υγιείς και καινοτόμους επιχειρηματικές δυνάμεις, θα προστατεύει τους εργαζομένους σε επιχειρήσεις που κλείνουν, θα ελευθερώνει τις παραγωγικές δυνάμεις και θα δίνει τη δυνατότητα να υφάνουμε μια άλλη αντίληψη για την ανάπτυξη της χώρας.

 

*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Ροή Ειδήσεων