Μπορεί ο Ελληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να είχαν μήνες να συνομιλήσουν – από τις 24 Ιανουαρίου 2020 όταν είχε γίνει ο μεγάλος σεισμός στην Τουρκία- ωστόσο η σημερινή τους επικοινωνία δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Η τηλεφωνική συνομιλία Μητσοτάκη-Ερντογάν που έλαβε χώρα το μεσημέρι της Παρασκευής, έγινε σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία: Η Αγκυρα τραβά το σχοινί στα ελληνοτουρκικά, ανεβάζει το θερμόμετρο στην περιοχή με τις συνεχείς παραβιάσεις στο Αιγαίο, απειλεί να κάνει τζαμί την Αγιά Σοφιά κόντρα ακόμη και στις ΗΠΑ, συγκρούεται με όλους στη Λιβύη, έχει απηνή κόντρα με την Γαλλία, επιμένει στις προκλήσεις στην ανατολική Μεσόγειο. Με λίγα λόγια, ήταν η πλέον κατάλληλη στιγμή για να ραγίσει κάπως ο πάγος.
Φυσικά το κλίμα ήταν βαρύ μεταξύ των δύο πλευρών όλο αυτό το διάστημα. Υπενθυμίζεται πως στις 6 Μαρτίου – και ενώ η κρίση στον Εβρο ήταν σε εξέλιξη – ο Τούρκος πρόεδρος μιλώντας στο αεροπλάνο της επιστροφής από τη Μόσχα σε δημοσιογράφους, εμφανίστηκε για ακόμη μία φορά προκλητικός, δηλώνοντας ότι δεν θα ήθελε να βρεθεί καν στον ίδιο χώρο με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Από την πλευρά της, η Αθήνα, διαμήνυε σε όλους τους τόνους και σε κάθε περίπτωση, ότι δεν προτίθεται να αποστεί από το διεθνές δίκαιο και καλούσε την Τουρκία να πράξει το ίδιο ωστόσο έστελνε και σαφές μήνυμα προς την Αγκυρα ότι δεν θα ανεχθεί παραβίαση κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Ωστόσο, πάγια αντίληψη της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι απαιτούνται ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας. Μόλις τον περασμένο Μάιο (25/5/2020) ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Star τόνιζε χαρακτηριστικά:
«Είμαστε σίγουροι για το δίκαιό μας και η Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή μια χώρα που έχει αυτοπεποίθηση. Δεν θα έπρεπε να είναι θέμα αν και πώς θα μιλήσει ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον Τούρκο πρόεδρο – δεν θα έπρεπε να είναι είδηση. Πώς θα μιλάμε για ζητήματα, όπως, π.χ. η πανδημία. Δεν σημαίνει ότι επειδή μπορεί να υπάρχει μια επικοινωνία, πρέπει σώνει και καλά να λύσουμε όλα τα ζητήματα με τα οποία διαφωνούμε… Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας».
Η αγωνία της Τουρκίας για τον τουρισμό της
Η συνομιλία Μητσοτάκη-Ερντογάν κρίθηκε απαραίτητη από την πλευρά της Αγκυρας, όπως όλα δείχνουν και για έναν ακόμη λόγο: Η Τουρκία έχει περιέλθει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση με τον κορωνοϊό και τις επιπτώσεις της πανδημίας στον τουρισμό της. Η σχετική συζήτηση για το άνοιγμα των ευρωπαϊκών συνόρων σε τρίτες χώρες από την 1η Ιουλίου, πλην της Τουρκίας -για την οποία θα ληφθεί απόφαση στο τέλος του μήνα, βάσει των υγειονομικών δεδομένων – βρίσκεται σε εξέλιξη στο πλαίσιο της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η Αγκυρα αγωνιά για την εξέλιξη, επιδιώκοντας να ανοίξουν τα σύνορά της και να εισρεύσει τουριστικό συνάλλαγμα. Επ’ αυτού, η ελληνική πλευρά σημειώνει με νόημα ότι «η Ελλάδα δεν είναι καταρχήν αντίθετη στη συμπερίληψη της Τουρκίας όπως και των χωρών των δυτικών Βαλκανίων στην πρώτη ομάδα των τρίτων χωρών με τις οποίες η ΕΕ θα άρει τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς».
Γι’ αυτό και βασικό θέμα συζήτησης Μητσοτάκη-Ερντογάν ήταν ζητήματα χαμηλής πολιτικής όπως η πανδημία και η αποκατάσταση τουριστικών και ταξιδιωτικών ροών ανάμεσα στις δύο χώρες.
Πώς κλείστηκε το τηλεφωνικό ραντεβού Μητσοτάκη-Ερντογάν
Οπως αποκάλυψε το iefimerida.gr το τηλεφωνικό ραντεβού κλείστηκε μετά από επικοινωνία της διευθύντριας του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, πρέσβειρα Ελένη Σουρανή με τον εκπρόσωπο της τουρκικής προεδρίας Ιμπραχίμ Καλίν. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές που δεν έχουν διασταυρωθεί ωστόσο, ρόλο στο ραντεβού των δύο ανδρών φαίνεται ότι έπαιξε και ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ.
Οι δύο ηγέτες δεν εισήλθαν σε θέματα υψηλής πολιτικής, συμφώνησαν ωστόσο ότι η ένταση έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα και χρειάζεται αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες.
Μάλιστα πληροφορίες αναφέρουν που οι κύριοι Μητσοτάκης και Ερντογάν συμφώνησαν πως η ένταση δεν μπορεί να αποκλιμακωθεί αν οι δύο πλευρές δεν συνομιλούν. Καλά πληροφορημένες πηγές τονίζουν πως από την ελληνική πλευρά αναφέρθηκε ότι «διπλωματία και συνεννόηση με σπασμένους διαύλους επικοινωνίας δεν μπορεί να υπάρξει. Η συγκυρία επιβάλει τη συνεννόηση σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής. Αυτή όμως δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση εκπτώσεις στα εθνικά συμφέροντα της χώρας».