Κατά καιρούς γλωσσολόγοι και επιστήμονες έχουν βγάλει διάφορες θεωρίες για το πως σχετίζονται οι εκφράσεις όταν μιλάμε με τον χαρακτήρα μας. Ωστόσο οι ειδικοί τώρα μελέτησαν το πως φαίνονται οι δεξιότητες ενός ατόμου στις… παύσεις του.
Όταν μιλάμε έχουμε σειρά, μία μιλάει ο ένας και μία ο άλλος. Το εντυπωσιακό στον διάλογο μας με τους άλλους, όμως, δεν είναι ούτε η γλώσσα του σώματος, ούτε ο τρόπος που ερχόμαστε σε αντιπαράθεση, αλλά το μικρό κενό που υπάρχει πριν ο ένας πάρει τον λόγο από τον άλλο. Αυτός το «κενό στην ομιλία» είναι μόνο κατά μέσο όρο 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου, χρόνος που χρειάζεται για να αρθρώσεις μία συλλαβή.
Είναι ο μικρότερος δυνατός χρόνος απάντησης ακόμη και στο πιο εύκολο ερώτημα για όλες τις γλώσσες και εθνικότητες, με αυτό να σημαίνει πως δεν έχει να κάνει με τον τι θα πούμε, αλλά με το τι σκεφτόμαστε πριν μιλήσουμε.
Ο ειδικός Ψυχογλωσσίας Μαξ Πλανκ αναφέρει πως το να χρειαστεί κάποιος μόνο 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου είναι δυνατό, λόγω της διεργασίας των όσων θα πούμε όσο μιλάει ο άλλος. «Χτίζουμε τις απαντήσεις μας κατά τη διάρκεια της ομιλίας του άλλου. Ακούμε τα λόγια τους, ενώ ταυτόχρονα «χειροτεχνούμε» τα δικά μας, έτσι ώστε όταν έρθει η σειρά μας, να κάνουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γίνεται.
Κι όμως, αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά τεχνάσματα του ανθρώπου, αναφέρει ο Πλανκ:
Τα δελφίνια μπορούν να κολυμπήσουν εκπληκτικά γρήγορα, οι αετοί μπορούν να πετάξουν τόσο ψηλά όσο ένα τζετ και αυτό είναι το δικό μας τέχνασμα. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές κατέγραψαν ομιλίες σε διάφορες γλώσσες,Αγγλικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Δανικά, Ιαπωνικά, Κορεατικά , κ.α, βρίσκοντας περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Οι επιστήμονες, λοιπόν, έφτασαν στο συμπέρασμα πως το να προσπαθούμε να ελαχιστοποιήσουμε στο ανθρωπίνως δυνατό την παύση μεταξύ των ομιλούντων είναι ένα βασικό εργαλείο της κοινωνικής μας ζωής. Τα 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου είναι ένας απίστευτος χρόνος αν σκεφτεί κάποιος πως χρειαζόμαστε τουλάχιστον 600 χιλιοστά για να ανακτήσουμε μία λέξη από το μυαλό μας και να την πούμε.
Συνέχεια άρθρου εδώ
Πηγή: bovary.gr