Ο Γάλλος συνθέτης Καμίγ Σαιν-Σανς συνέθεσε συνολικά τέσσερα συμφωνικά ποιήματα, όλα μέσα στη δεκαετία του 1870, εκ των οποίων ο Μακάβριος Χορός είναι το τρίτο στη σειρά. Γράφτηκε το 1874 και η πρώτη του εκτέλεση δόθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1875 στο Παρίσι. Πηγή έμπνευσης του συνθέτη ήταν ένα σύντομο ποίημα του Henri Cazalis, το οποίο ο Σαιν-Σανς αρχικά μελοποίησε, αλλά αργότερα, μη ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, χρησιμοποίησε το ίδιο μουσικό υλικό μεταστοιχειώνοντάς το σε συμφωνικό ποίημα. Με το μυστηριακό άνοιγμα του έργου η άρπα σημαίνει μεσάνυχτα με δώδεκα διαδοχικά ρε, που υποστηρίζονται αρμονικά από κόρνα και έγχορδα. Κατόπιν εμφανίζεται ο Θάνατος-βιολονίστας, που καλεί τους νεκρούς να εγερθούν και να χορέψουν για εκείνον. Ένα μακάβριο βαλς ξεκινά με το βασικό θέμα να εισάγεται από το φλάουτο και να ακολουθείται από μία χαρακτηριστική κατιούσα κίνηση του σόλο βιολιού. Τα δύο αυτά βασικά θεματικά στοιχεία αναπτύσσονται και διέρχονται από διάφορες οικογένειες οργάνων, καθώς η μουσική κορυφώνεται. Καθ’ όλη την πορεία του έργου αξιοσημείωτη είναι η χρήση του ξυλόφωνου, που με τον ιδιαίτερο ήχο του παραπέμπει στο κροτάλισμα των οστών των νεκρών. Τελικά το όμποε, αναπαριστώντας μουσικά το λάλημα του κόκορα, παρεμβαίνει για να σημάνει τον ερχομό της μέρας. Το όνομα του Γερμανού συνθέτη του 19ου αιώνα Γιοχάνες Μπραμς είναι συνήθως συνδεδεμένο στη συνείδηση των απανταχού φιλόμουσων με μεγαλόπνοα ρομαντικά έργα, είτε συμφωνικά είτε μουσικής δωματίου, αλλά και με θαυμάσια έργα για πιάνο ή λυρικά τραγούδια. Παρόλα αυτά, οι Ουγγρικοί Χοροί του υπήρξαν από την πρώτη στιγμή και παραμένουν μέχρι σήμερα εξαιρετικά δημοφιλείς σε μουσικούς και κοινό. Η έννοια της «ουγγρικής μουσικής» κατά τον 19ο αιώνα αναφερόταν ουσιαστικά στη μουσική των περιφερόμενων τσιγγάνων. Αρκετά χρόνια αργότερα και χάρη στον μέγιστο Ούγγρο συνθέτη του 20ου αιώνα Μπέλα Μπάρτοκ η ουγγρική παραδοσιακή μουσική μελετήθηκε και διαφοροποιήθηκε από αυτή των τσιγγάνων. Έτσι, οι Ουγγρικοί Χοροί του Μπραμς (όπως και οι Ουγγρικές Ραψωδίες του Φραντς Λιστ) αποτυπώνουν τη ραψωδική, αυτοσχεδιαστική διάσταση αλλά και την έντονη χορευτικότητα -συνήθως με φρενήρεις ρυθμούς- της τσιγγάνικης μουσικής. Ήδη από το 1869, όταν εκδόθηκε η πρώτη σειρά των Ουγγρικών Χορών του Μπραμς, ο εκδότης τους επίμονα είχε ζητήσει από τον συνθέτη να συνθέσει και άλλους ουγγρικούς χορούς, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε τελικά μέχρι το 1880. Απευθύνθηκε λοιπόν στον ανερχόμενο τότε Τσέχο συνθέτη Αντονίν Ντβόρζακ ζητώντας του να γράψει μία σειρά χορών για πιάνο, τέσσερα χέρια, οι οποίοι θα βασίζονταν στο ύφος της παραδοσιακής μουσικής της ιδιαίτερης πατρίδας του. Πράγματι, ο Ντβόρζακ καταπιάστηκε με τη σύνθεση μίας σειράς οκτώ χορών αρχικά για πιάνο, τέσσερα χέρια, από τις 18 Μαρτίου μέχρι τις 7 Μαΐου 1878, ενώ αμέσως μετά την ολοκλήρωσή τους σε αυτή τη μορφή, ο ίδιος τους ενορχήστρωσε, εργασία που ολοκληρώθηκε στις 22 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Το έργο έλαβε τον τίτλο Σλαβικοί Χοροί και εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1878. Ο κάθε χορός βασίζεται και σε ένα συγκεκριμένο χορό σλαβικής προέλευσης. Ο δεύτερος χορός είναι μίαDumka, ένας σχετικά αργός (με ένα ενδιάμεσο, πιο γρήγορο τμήμα) χορός ουκρανικής προέλευσης αλλά με συχνή χρήση στο σλαβικό χώρο (αυτός ενέπνευσε και το γνωστό τρίο του Ντβόρζακ “Dumky”). Ο όγδοος είναι ένας Furiant, ένας χορός εξωστρεφής και φλογερός, που δημιουργεί μία ρυθμική αμφισημία μεταξύ διμερούς και τριμερούς μέτρου. |