ε μια πρόσφατη περιήγησή μου στον μαγικό κόσμο του Instagram έπεσα πάνω σε μια πολύ περιποιημένη σελίδα, αφιερωμένη σε ένα χωριό της Αρκαδίας που δεν το είχα ξανακούσει, το Δυρράχι. Το ενδιαφέρον μου μεγάλωσε ακόμα περισσότερο μιλώντας με τον Ταξιάρχη Γερόνικο, ένα νέο παιδί που είναι ο πρόεδρος της Αδελφότητας Δυρραχιτών εν Αττική, με τον οποίο φάνηκε ευθύς εξαρχής πως μοιραζόμαστε πολλά κοινά αλλά και αγωνίες σχετικά με το μέλλον των ορεινών χωριών της Ελλάδας.
«Το Δυρράχι για μένα είναι οι ρίζες μου, οι άνθρωποί μου, οι αναμνήσεις που με συντροφεύουν όπου κι αν βρεθώ. Είναι τα καλοκαίρια της παιδικής μας ηλικίας, τότε που τρέχαμε ανέμελοι στα σοκάκια και παίζαμε μέχρι να μας φωνάξουν οι μανάδες μας για φαγητό. Είναι οι παιδικοί μου φίλοι, που μπορεί να μας χώρισαν οι δρόμοι της ζωής, αλλά κάθε καλοκαίρι, όταν ξανασυναντιόμαστε στο πανηγύρι, είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Είναι οι νύχτες που γεμίζουν με μουσική, γέλια και χορό, οι μεγάλες παρέες στα τραπέζια, τα “θυμάσαι τότε που…” που λέγονται ξανά και ξανά. Το Δυρράχι είναι το μέρος που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θα μας ενώνει. Από τις πιο όμορφες αναμνήσεις μου στο Δυρράχι είναι η στιγμή που φτάναμε στο χωριό κάθε καλοκαίρι. Οι γιαγιάδες μάς περίμεναν στην εξώπορτα με ένα χαμόγελο γεμάτο αγάπη, ανυπομονώντας να μας κρατήσουν κοντά τους λίγο παραπάνω. Μας ζύμωναν ψωμί, μας τηγάνιζαν τραγανές τηγανίτες με μέλι και μας περιποιούνταν σαν να ήθελαν να χωρέσουν όλη τους τη φροντίδα μέσα σε εκείνες τις λίγες καλοκαιρινές εβδομάδες. Και όταν έφτανε η ώρα να φύγουμε, με δάκρυα στα μάτια μάς έχωναν διακριτικά στην τσέπη ένα χαρτζιλίκι, λες κι έτσι θα παίρναμε μαζί μας ένα κομμάτι από την αγάπη τους».
Οι γονείς μας μάς έφερναν στο χωριό για να περάσουμε τα καλοκαίρια μας με τη γιαγιά και τον παππού, το ίδιο πρέπει να κάνει και η επόμενη γενιά. Να έρχονται, να τρέχουν στις ρούγες, να μαθαίνουν για την ιστορία του τόπου, να χτίζουν δεσμούς που θα τους κρατούν κοντά στο χωριό για πάντα.
Το Δυρράχι δεν θα μπορούσε να μην έχει επηρεαστεί από τις δεκαετίες αστυφιλίας και τον παραμερισμό της υπαίθρου, οπότε τον ρωτώ αν ανησυχεί για το μέλλον του. «Φυσικά με ανησυχεί, αλλά πιστεύω ότι το μέλλον του χωριού μας είναι στο χέρι μας. Είναι σημαντικό οι νεότερες γενιές να γνωρίσουν το Δυρράχι, να δεθούν μαζί του, να μάθουν τις παραδόσεις και τα έθιμα, να αποκτήσουν τις δικές τους μνήμες εδώ. Όπως οι γονείς μας μάς έφερναν στο χωριό για να περάσουμε τα καλοκαίρια μας με τη γιαγιά και τον παππού, το ίδιο πρέπει να κάνει και η επόμενη γενιά. Να έρχονται, να τρέχουν στις ρούγες, να μαθαίνουν για την ιστορία του τόπου, να χτίζουν δεσμούς που θα τους κρατούν κοντά στο χωριό για πάντα. Αν τους δώσουμε την ευκαιρία να ζήσουν το Δυρράχι όπως το ζήσαμε κι εμείς, θα το αγαπήσουν και θα επιστρέφουν σε αυτό με την ίδια χαρά και νοσταλγία».

Από την πλευρά της, η Αδελφότητα κάνει ό,τι μπορεί ώστε να κρατήσει ζωντανό το χωριό και, όπως μου είπε, συνεργάζονται άψογα με τον μορφωτικό σύλλογο του χωριού. «Μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η Αδελφότητα δεν επιδιώκει απλώς την προβολή αλλά και τη διατήρηση της παράδοσης, την ανάδειξη της ιστορίας, της φυσικής ομορφιάς και των αξιών του τόπου μας. Σε μια εποχή που η πληροφορία ταξιδεύει μέσα από τις οθόνες, η διαδικτυακή μας παρουσία είναι απαραίτητη για να μοιραζόμαστε στιγμές, αναμνήσεις, και να φέρνουμε κοντά όσους αγαπούν το Δυρράχι. Η παράδοση δεν επιβιώνει από μόνη της, χρειάζεται ανθρώπους που να τη μοιράζονται, και η Αδελφότητα είναι εδώ για να κρατήσει αυτήν τη φλόγα αναμμένη.
Παράλληλα, διοργανώνει πολιτιστικές εκδηλώσεις και συναντήσεις που ενισχύουν το αίσθημα της κοινότητας και τη σύνδεση των απανταχού Δυρραχιτών με τον τόπο τους. Αυτές οι δράσεις δεν είναι απλώς ευκαιρίες για διασκέδαση αλλά και στιγμές που μας φέρνουν πιο κοντά, καλλιεργούν τη συλλογικότητα και διατηρούν τα ήθη και έθιμά μας ζωντανά.
Μία από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις που διοργανώνει η Αδελφότητα κάθε χρόνο στις 16 Αυγούστου είναι ο αγώνας δρόμου Δυρράχι – Ρέκιτσα προς τιμήν του ήρωα Παπαφλέσσα, ο οποίος συνδέεται στενά με την ιστορία του τόπου μας.
Ένα από τα σημαντικότερα έργα της Αδελφότητας είναι το Ιστορικό και Λαογραφικό Κέντρο Δυρραχίου, το οποίο ολοκληρώνεται φέτος. Πρόκειται για μια εξαιρετική πρωτοβουλία που θα στεγάσει την ιστορία και την παράδοση του χωριού, διατηρώντας ζωντανές τις μνήμες του τόπου μας. Θα αποτελέσει έναν χώρο αναφοράς για τους κατοίκους, τους επισκέπτες και τις μελλοντικές γενιές, αναδεικνύοντας την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά του Δυρραχίου.
Η Αδελφότητα εκδίδει επίσης την τριμηνιαία εφημερίδα “Τα Δυρραχίτικα Νέα”, που κρατά ενήμερους τους απανταχού Δυρραχίτες –ιδιαίτερα εκείνους που βρίσκονται στο εξωτερικό– για όλα όσα συμβαίνουν στο χωριό».
Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε ένα αποκριάτικο έθιμο που κρατάνε ακόμα ζωντανό στο χωριό, διατηρώντας τη συλλογική μνήμη του τόπου και προσελκύοντας πολλούς ντόπιους αλλά και επισκέπτες απ’ όλη την Πελοπόννησο για να συμμετάσχουν στην εμπειρία. «Οι Μπαρμπούτες του Δυρραχίου είναι ένα αποκριάτικο έθιμο που οι ρίζες του εντοπίζονται περισσότερο από έναν αιώνα πριν. Συμβολίζει τη διασκέδαση και την εκτόνωση των κατοίκων ύστερα από τον μόχθο των εργασιών που είναι απαραίτητες για την επιβίωση των οικογενειών τους.
Την Κυριακή της Αποκριάς, από νωρίς το πρωί, σε όλες τις γειτονιές του χωριού, άντρες, γυναίκες και παιδιά ξεκινούσαν τις προετοιμασίες. Με γκασμάδες και φορτωτριχιές έβγαζαν αφάνες, τις οποίες μπούρλιαζαν στις τριχιές, τις έσερναν με τον ώμο τους και τις συγκέντρωναν στα κεντρικά σημεία των γειτονιών για το άναμμα της φωτιάς. Οι νοικοκυρές κάθε σπιτικού ζύμωναν στα πλαστήρια τα παραδοσιακά μακαρόνια, συνοδεία αυγών, τα οποία έψηναν στη στάχτη. Αυτά αποτελούσαν το επίσημο αποκριάτικο τραπέζι, στο οποίο συμμετείχε όλη η οικογένεια.
Μετά το φαγοπότι, μικροί και μεγάλοι έβγαιναν έξω για το άναμμα της φωτιάς και, φορώντας παλιά ρούχα, μεταμφιέζονταν σε Μπαρμπούτες.
Το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, σε κάθε γειτονιά, ηχούσαν οι ήχοι από τρομπέτες (θαλασσινά όστρακα), τενεκέδες, κουδούνια και τύμπανα από δέρμα ζώου. Αυτά έδιναν το σύνθημα για την έναρξη του εθίμου.
Στο έθιμο συμμετείχαν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η “Αναστασία”, ένα κεφάλι μουλαριού, ειδικά κατασκευασμένο, το οποίο φορούσαν στους ώμους τους δύο άνθρωποι σκεπασμένοι με κουρελού, συμβολίζοντας το ζώο που βοηθούσε στις αγροτικές εργασίες. Σημαντικά στοιχεία του εθίμου ήταν, επίσης, το όργωμα με ξύλινο αλέτρι που έσερναν δυο μεταμφιεσμένοι, καθώς και ο παραδοσιακός γάμος, όπως γινόταν παλιότερα, όπου ο άντρας ντυνόταν γυναίκα και η γυναίκα, άντρας.
Οι φούρνοι και τα τηγάνια, κατάμαυρα από τη συνεχή χρήση, καθαρίζονταν και η μουτζούρα τους χρησιμοποιούνταν για να βάψουν τα πρόσωπα των Μπαρμπουτών. Τραγουδούσαν κυρίως σατιρικά τραγούδια, όπως ο “Γανωματής”. Το έθιμο των Μπαρμπουτών ολοκληρωνόταν με τον “παπά της Καθαράς Δευτέρας”, ο οποίος σατίριζε όλα τα παράξενα γεγονότα που είχαν συμβεί στις οικογένειες του χωριού».

Πριν κλείσουμε, με προτρέπει να μιλήσω και με τη Σοφία Τζιούβελη, μια νέα γυναίκα 34 ετών που αποφάσισε να επιστρέψει μετά από χρόνια στο χωριό, μαζί με την οικογένειά της.
«Στο χωριό ζήσαμε με τους γονείς και τα αδέλφια μου έως ότου ξεκινήσαμε το σχολείο. Έπειτα μείναμε στην Καλαμάτα και το επισκεπτόμασταν κάθε Σαββατοκύριακο καθώς και σε γιορτές και διακοπές του καλοκαιριού. Το 2009 οι γονείς μου άνοιξαν την οικογενειακή μας επιχείρηση εστίασης, η οποία λειτουργούσε έως και το καλοκαίρι του 2024.
Μου παρέδωσαν τη σκυτάλη, οπότε ετοιμάζω έναν καινούργιο χώρο που θα λειτουργεί επίσης ως κατάστημα εστίασης. Κάπως έτσι αποφάσισα να εγκατασταθώ ξανά στο χωριό, έχοντας πλέον τη δική μου οικογένεια. Αγαπώ αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του και μου αρέσει το συγκεκριμένο είδος εργασίας.
Το μαγαζί μας είναι παραδοσιακή ταβέρνα με μαγειρευτά φαγητά κυρίως, για τα οποία χρησιμοποιούμε πρώτες ύλες από το χωριό: δικά μας κρέατα, τυρί, λαχανικά αλλά και κρασί εξαιρετικής ποιότητας. Ωστόσο ο επισκέπτης θα βρει και παραδοσιακά προϊόντα να αγοράσει, όπως μέλι, τραχανά, χυλοπίτες, καρύδια κ.ά. από ντόπιους παραγωγούς. Ο χώρος του μαγαζιού, στην άνω γειτονιά, έχει ιστορία, καθώς λειτουργούσε στο παρελθόν ως σχολαρχείο και αργότερα ως αστυνομικό τμήμα.
Μια αστεία ιστορία που θυμάμαι και μας έχει αφηγηθεί ο μπαρμπα-Μαρίνος, τέως πρόεδρος του χωριού μας και μόνιμος κάτοικος πια, μεγάλος σε ηλικία, είναι η αυτή του Ξιαντρή. Ως πειραχτήρι, ο Ξιαντρής, το βράδυ της Τυρινής, οπότε είχαν έθιμο να ψήνουν αυγά στο τζάκι, χτύπησε στο σπίτι της οικογένειας του μπαρμπα-Μαρίνου στα Σιωραίικα με το πρόσχημα ότι ήθελε να ψήσει το αυγό του. Δεν του το αρνήθηκαν, αλλά λίγο αργότερα το αυγό έσκασε γιατί έκρυβε μέσα μπαρούτι! Ο ίδιος έφυγε τρέχοντας και γελώντας φώναζε: “Τους ανατίναξα τους Σιωραίους! Χα χα”».
Ένα κρυμμένο μυστικό, το οποίο όμως πλέον δεν είναι κρυμμένο, μια και είναι επίκαιρο το θέμα της έρευνας των υιοθεσιών και των ατόμων που αναζητούν τις ρίζες τους, είναι μια ιστορία που πριν από λίγα χρόνια αποκαλύφθηκε και αφορούσε άμεσα το χωριό μας. Η κ. Νικολούλη ερεύνησε την υπόθεση μιας υιοθεσίας που με τη βοήθεια του προέδρου μας και ανθρώπων που γνώριζαν τα ονόματα είχε ευτυχή κατάληξη: οι δύο οικογένειες, που αμφότερες ήταν σε αναζήτηση η μία της άλλης, κατάφεραν να ενωθούν. Η κυρία που βρήκε τις ρίζες της ζει στην Αμερική και κάθε φορά που έρχεται στην Ελλάδα μάς επισκέπτεται και περνάει χρόνο στο χωριό μας και τόπο καταγωγής της μητέρας της.
Όλοι όσοι μένουν στο χωριό μόνιμα είναι πλέον άξιοι λόγου. Κι αυτό γιατί μείναμε μόλις 35 μόνιμοι κάτοικοι, σε διαφορετικές γειτονιές του χωριού. Ο καθένας είναι “φύλακας” στο σπίτι του και στη γειτονιά του. Και ένας απ’ όλους εμάς που πρέπει να αναφέρουμε είναι ο ιερέας μας, ο παπα-Φώτης, ο οποίος χτυπά την καμπάνα της εκκλησίας κάθε Κυριακή, ακόμη και αν δεν πηγαίνει κανένας στη λειτουργία. Κρατά το χωριό ζωντανό χειμώνα – καλοκαίρι.
Αγαπημένη συνήθεια του χειμώνα στο χωριό δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το να απολαμβάνουμε τον καφέ μας δίπλα στο τζάκι, αγναντεύοντας τα έλατα και την ηρεμία της φύσης.
Το καλοκαίρι όμως είναι διαφορετικά, ανυπομονούμε να ανοίξουν τα σπίτια στο χωριό, να περπατήσουμε από τη μία γειτονιά στην άλλη και να συναντήσουμε φίλους και συγγενείς, να γλεντήσουμε στα πανηγύρια του Αυγούστου και να συμμετέχουμε στις εκδηλώσεις των συλλόγων μας.
Η ζωή στο χωριό είναι δύσκολη μεν, ποιοτική δε. Δύσκολη γιατί δεν υπάρχει σχολείο, ιατρείο και οτιδήποτε χρειαζόμαστε σήμερα για την επιβίωσή μας. Όμως είναι ποιοτική γιατί αναπνέεις οξυγόνο, απολαμβάνεις τη φύση, χορταίνεις τον ύπνο σου. Έτσι, θα έλεγα πως οι δυσκολίες περνούν σε δεύτερη μοίρα, η απόσταση από την πόλη εκμηδενίζεται. Θέλουμε τα χωριά μας να είναι τόποι χαράς και ανταμώματος, να ενώνουν τους ανθρώπους. Πρέπει να τολμάμε, να προσπαθούμε και να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Όσοι το θέλουμε, λοιπόν, και μπορούμε, καλό θα ήταν να επιστρέψουμε στον τόπο μας».
πηγη: https://www.lifo.gr – Δημήτρης Κυριαζής