Είναι από τις ερωτήσεις που συνοδεύονται από αυτόματη κατάφαση. -Θες να γυρίσεις πίσω στον χρόνο; – Ναι. Δεν υπάρχουν σκέψεις, δεν υπάρχει καθυστέρηση. Το μόνο επικίνδυνο στην όλη διαδικασία είναι ότι με τόσο καυτό και οικουμενικό ερώτημα, υπάρχει ο φόβος να περάσεις μερόνυχτα ολόκληρα διαλέγοντας τη μία ή την άλλη στάση. Κατά τα λοιπά, όπως θα διαπιστώσεις και από τις κάτωθι απαντήσεις, οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο είδη: σε αυτούς που θα γύριζαν στο παρελθόν για να αλλάξουν μια κατάσταση και στους άλλους, τους πιο στωικούς, που θα γύριζαν απλά για να παρατηρήσουν.
Η μπουκαπόρτα της χρονομηχανής είναι ανοιχτή. Περιμένουμε τις δικές σας διαδρομές στα σχόλια.
Την περίοδο που ο Έσσε έγραφε τον Σιντάρτα, η Έρρικα Ρούσσου
Στην αρχή, ήθελα να βάλω το Παρίσι. Το Παρίσι του Τουλούζ Λωτρέκ, τις βόλτες του στη Μονμάρτρη, τα σκίτσα του με τα επιμελώς ξεχασμένα πόδια. Έπειτα, η ιδέα της μεταφοράς μου στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Grace Kelly, να πιούμε ένα τσάι ή μία ζεστή σοκολάτα και να μιλήσουμε για φορέματα και κορσέδες, έσκασε σαν πυροτέχνημα στο μπερδεμένο με το χρόνο κεφάλι μου. Στο τέλος όμως, όπως συνήθως, κέρδισε ο Έσσε.
Τον Σιντάρτα, δεν είναι η πρώτη φορά που τον επικαλούμαι σε ένα κοινό θέμα. Και γενικότερα, τώρα που το σκέφτομαι, όλο και κάπου βρίσκω λόγο να τον αναφέρω. Σε μία συζήτηση, σε μία ερώτηση του στυλ ‘ποιο βιβλίο θα μου πρότεινες να διαβάσω’, κλπ κλπ.. Γιατί είναι ένα βιβλίο που δεν με σημάδεψε με τη γραφική έννοια του όρου, αλλά με ‘κόλλησε’. Με έκανε να σκεφτώ και να αναδιαμορφώσω πολλά πράγματα στο μυαλό μου. Κατά κάποιον τρόπο, μου έδωσε έναν δρόμο. Όχι το δρόμο του Σιντάρτα, προφανώς, αλλά εκείνο το δρόμο στον οποίο ανεξαρτήτως συναισθηματικής κατάστασης θέλω και μπορώ να περπατήσω. Μόνη μου.
Αυτό το βιβλίο είναι σημαντικό για μένα. Τόσο σημαντικό ώστε να θέλω υπερβολικά πολύ να παρακολουθήσω την πορεία της γραφής του και ιδανικά να είχα κάπου κάπως αποθηκευμένο στο μυαλό ή τον υπολογιστή μου (δεν υπήρχε τότε, άρα ας το κάνουμε χαρτί για το πιο αληθοφανές του πράγματος) το oral history του.
Και τώρα ναι, τσαντίστηκα λίγο που δεν μπορώ να το κάνω.
Πίσω στον Σεπτέμβρη του 1945 ο Αντώνης Τζαβάρας
Στις πρώτες μέρες μετά τον πόλεμο. Για να νιώσω αυτό που στο μυαλό μου είναι καταγεγραμμένο ως το ξύπνημα από το μεγαλύτερο συλλογικό hangover στη σύγχρονη ιστορία. Την αίσθηση ότι όλα έχουν γίνει, όλα έχουν διαψευσθεί, όλα έχουν τελειώσει με το χειρότερο δυνατό φινάλε, αλλά εσύ είσαι ζωντανός. Και στο εξής δεν χρειάζεται να πιστεύεις σε τίποτα και κανέναν. Ή αν θέλεις, να πιστεύεις σε όλα. Στην τύχη σου, στην απροσδιόριστη αλλά μεθυστική νίκη, στο κορίτσι που μόλις πέρασε από δίπλα σου, στο restart.
Ένα αναψυκτικό για τον Στέφανο Τριαντάφυλλο
Να ξεκινήσω αναφέροντας ότι ο έλεγχος του χρόνου είναι η αγαπημένη μου υπεδύρναμη. Από εκεί και πέρα η απάντηση είναι ξεκάθαρη: 7 Μαΐου 1886 στο Κολόμπους της Τζόρτζια. Μια ημέρα πριν ανακαλυφθεί η κοακόλα. Θα προλάβαινα τον Τζον Πέμπερτον, τον οποίο λογικά θα έκανα συνέταιρο, παρουσιάζοντας του το προϊόν που του πήρε χρόνια να δημιουργήσει, με μοναδική προϋπόθεση το 51% των μετοχών της εταιρίας και την ονομασία σε «stefanos cola» . Γιατί ως γνωστόν λεφτά έχουμε, δόξα θέλουμε. Κατά τα άλλα θα μπορούσα απλά να επιστρέψω στο 1946, να πάρω το παπόρι για τη Νέα Υόρκη και να γίνω ο πρώτος Έλληνας που θα έπαιζε στο ΝΒΑ. Αυτά, δεν έχω κάτι άλλο. Νομίζω….
Μια ημέρα πριν την κλήρωση του Τζόκερ, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής
Θα μπορούσα να δώσω πολλές ‘ψαγμένες’ απαντήσεις. Να πω πχ. ότι θα ήθελα να γυρίσω πίσω το χρόνο και να βρεθώ σε μια συναυλία των Beatles ή των Nirvana, σε έναν ιστορικό αγώνα που έχασα για να τον ζήσω από κοντά, ίσως και σε μια απλή στιγμή πίσω στο Γυμνάσιο για να διορθώσω ένα ‘όχι’ που είπα σε ένα κορίτσι κι ακόμη το μετανιώνω.
Αλλά θα ήταν όλα ψέματα. Είμαι πολύ πιο επιφανειακός ή τουλάχιστον, δεν είμαι τόσο ρομαντικός και εξυπνάκιας. Το ταξίδι πίσω στο χρόνο, είναι μια χρυσή ευκαιρία να βγάλω ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ λεφτά. Βλέπω τα έξι νούμερα που έδωσαν το μεγαλύτερο τζακ ποτ στην κλήρωση του Τζόκερ, τα σημειώνω, γυρίζω μια μέρα πίσω, τα παίζω σε ένα δελτίο και ΜΠΟΥΜ.
Τσεπώνω τα λεφτά, επιστρέφω στο μέλλον και ζω πάμπλουτος, χωρίς να αγχώνομαι για τίποτα. Κι άσε τους άλλους να απαντάνε για γήπεδα, συναυλίες και λοιπές εφήμερες χαρές.
Τρία ταξίδια για τον Γιώργο Μυλωνά
Θα ξεκινούσα με μια επίσκεψη στο τσαρδί του Κάιν, λίγα λεπτά αφότου είχε ‘καθαρίσει’ τον αδελφό του και θα του έλεγα »Ξεκόλλα και πες μου που έχουν κρύψει οι γέροι σου τα υπόλοιπα σας αδέλφια». Μετά θα πετιόμουν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1492, στα Κανάρια νησιά, εκεί από όπου ξεκίνησε το ταξίδι του για την Αμερική ο Χριστόφορος Κολόμβος και θα άνοιγα μια τόση δα τρυπίτσα στο σκαρί του πλοίου. Δεν θα τον έκλαιγε ούτε η μάνα του. Για να ολοκληρώσω τα ταξίδια, πριν με πιάσει jet lag, θα πετιόμουν μέχρι τη Βαρκελώνη και τις 9/4/2002, θα στεκόμουν στο πλάγιο, στο ύψος του τέρμα του Πέπε Ρέινα και θα φυσούσα δυνατά στο σουτ του Βλάοβιτς. Τι όμορφα που θα ‘ταν όλα!
Μια εβδομάδα πριν πεθάνει ο πατέρας του, ο Πάνος Κοκκίνης
Δεν σου λέω ένα μήνα, γιατί ξέρω ότι δεν θα άντεχα να είμαι για τόσο μεγάλο διάστημα καλός γιος. Αλλά θα ήθελα, αν είχα ξανά την ευκαιρία, να περάσω μια φουλ εβδομάδα μαζί του. Να τον ρωτήσω όλα όσα εκείνα ποτέ δεν με ένοιαζε να μάθω όταν ζούσε. Να τον πάω βόλτα στα μέρη που μεγάλωσε και στο αγαπημένο του καφενείο στην Ακρόπολη. Να του ζητήσω συγνώμη για όλα τα προβλήματα που του δημιούργησα. Να φροντίσω να του πάω να δει την εγγονή του πάνω από την μια και όλη φορά που την είδε. Με άλλα λόγια, να εξιλεωθώ για την μεγαλύτερη αμαρτία, την παντελή αδιαφορία μου απέναντί του, που έχω κάνει.
Ο Θέμης Καίσαρης θέλει να γυρίσει σχεδόν παντού
Καταγγέλλω τον Μυλωνά. Τον αποθεώνω για τις επιλογές, αλλά you can’t change the past, αδερφέ, φάγαμε όλο τον 5ο κύκλο του Lost για να το εμπεδώσουμε. Άμα είναι να κάνουμε ο,τι γουστάρουμε, στέλνω τον Καντονά στη Λίβερπουλ αντί για τη Γιουνάιτεντ, οι Κόκκινοι έχουν σήμερα 27 πρωταθλήματα και κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο Άλεξ Φέργκιουσον. Ως απλός παρατηρητής, στρέφω το βλέμμα στην αρχαιότητα. Στην Αθήνα να ακούσω μια συζήτηση του Σωκράτη, να δω την πομπή των Παναθηναίων να καταλήγει στον Παρθενώνα. Στην Γκίζα, να δω το χτίσιμο της μεγάλης πυραμίδας, να κάτσω μέχρι τα εγκαίνια. Και τέλος, στην τελευταία εβδομάδα του Χριστού, δεν νομίζω να χρειάζεται εξήγηση το γιατί.
Πριν βάλει τα πέδιλα του σκι ο Schumacher, o Πάνος Σεϊτανίδης
Αν γράφεις τελευταίος, οι κύριοι Αμπατζήδες σου καπαρώνουν τα μύρια του τζόκερ και οι κύριοι Κοκκίνηδες γράφουν λόγια που ότι κι αν γράψεις μετά από τη δική τους κατάθεση ψυχής, λίγη σημασία έχει.
Με τη σειρά μου λοιπόν, θα απαντήσω όπως κάθε γνήσιος petrolhead αυτού του κόσμου: θα ρύθμιζα το μηχάνημα ώστε να γυρίσω στις 29/12/2013, με προορισμό τις γαλλικές Άλπεις. Από νωρίς το πρωί, στο χειμερινό τουριστικό θέρετρο της Μεριμπέλ, όπου τραυματίστηκε κάνοντας σκι ο Michael Schumacher. Επειδή τα μόνα πέδιλα που έχω φορέσει ποτέ στη ζωή μου ήταν σε παπούτσι κι αυτά μέχρι το δημοτικό, θα πρέπει να σκεφτώ άλλες μεθόδους αναχαίτισης και όχι κυνηγώντας τον στην πλαγιά. Τρία χρόνια ταξίδι έχω μπροστά μου, κάτι θα σκεφτώ. Τα πάντα για να του πατήσω φρένο πριν χτυπήσει σε εκείνο τον καταραμένο βράχο. Μην κατεβαίνεις την πλαγιά ρε Michael, μην την κατεβαίνεις, ακούς…;
Στις συναυλίες των Arcade Fire στο MSG το καλοκαίρι του 2010, ο Ηλίας Αναστασιάδης
«Arcade Fire Go Big at Madison Square Garden» έγραφε το Rolling Stone μετά τον πρώτο θρίαμβο στην έδρα των New York Knicks στις αρχές Αυγούστου του 2010 κι εγώ έλεγα σε γνωστούς και αγνώστους παραμιλώντας σε ένα βαγόνι του ηλεκτρικού ότι αυτό θα ήταν το τέλειο δώρο γενεθλίων, ζωής, ύπαρξης για μένα. Κανείς δεν μου απάντησε. Ένας μάλιστα νόμιζε ότι πουλάω στιλό και μου ‘πε «δώσαμε φίλε, δώσαμε». Τέλος πάντων, η παντοκρατορία των Arcade Fire ξεκίνησε -και εδραιώθηκε με έναν τρόπο- από τα back-to-back live τους στο ιστορικό Madison Square Garden. Θα πούλαγα το ένα μου αυτί για να είμαι εκεί. Κανείς γνωστός μου δεν ήταν, αλλά από τις αφηγήσεις των φίλων μου που κάπως, κάπου, κάποτε είδαν τους Aracde Fire να γλεντάνε στη σκηνή, μιλάμε ήδη για τη συναυλία της ζωής μου. (Τη συγκεκριμένη την έχω δει πάνω από είκοσι φορές στο Youtube, αλλά τις δίνω όλες πίσω για να βρισκόμουν εκεί. Κι ας μην τους ξανάβλεπα ποτέ).
Πηγή: oneman.gr