Όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε κάποιο γεγονός, που μας τρόμαξε πάρα πολύ, λέμε πως «πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη».
Τα αρχαία χρόνια, η πόλη της Σαλαμίνας λεγόταν και Κόλουρις. Ο χρόνος όμως και η τάση παραφθοράς των ονομάτων, στα μεταγενέστερα χρόνια, διαμόρφωσαν το όνομα Κόλουρις σε Κούλουρη.
Όταν λοιπόν τα χρόνια εκείνα υπήρχε κίνδυνος για εισβολή στην Αθήνα και τα περίχωρά της, γινόταν κάτι σαν εκκένωση του άμαχου πληθυσμού, σύμφωνα με τον Τάκη Νατσούλη. Έτσι, οι γυναίκες και τα παιδιά κατέφευγαν για ασφάλεια στην Κούλουρη.
Δηλαδή όλες οι ψυχές όταν υπήρχε κίνδυνος πήγαιναν… στην Κούλουρη.
Ο Νατσούλης δίνει και μια δεύτερη εκδοχή σχετικά με την προέλευση της φράσης: Το 1563, ο αλγερινός πειρατής Αλή Μεμέτ επιτέθηκε στην Αίγινα. Οι κάτοικοι του νησιού κατάφυγαν (όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι, μπροστά στον κίνδυνο των Περσών), στην Κούλουρη.
Μόνο δυο άντρες ξεχάστηκαν στο νησί. Ο Νικολός Βάιλας και ο Μηνάς Ανδριώτης. Τούτοι οι δυο κατάφεραν να κρυφτούν και να μη γίνουν αντιληπτοί από τους πειρατές. Τη στιγμή, όμως, που οι Αλγερινοί ήταν έτοιμοι σηκώσουν κάνουν πανιά, ο Νικολός Βάιλας ανακαλύφθηκε και κυνηγήθηκε, γλιτώνοντας, όμως, τελικά, με το γρήγορο τρέξιμό του.
Όταν αργότερα, ο φίλος του τον ρώτησε αν φοβήθηκε, απάντησε: «Αν φοβήθηκα λέει; Η ψυχή μου είχε πάει στην Κούλουρη» (Υπάρχει μια λαϊκή δοξασία, πως τάχα η ψυχή του νεοπεθαμένου, για τρεις μέρες, φτερουγίζει κοντά στα προσφιλή της πρόσωπα).