Όταν λέμε σε κάποιον «να κάνει τουμπεκί», εννοούμε να σταματήσει να μιλάει. Η φράση προέρχεται από τη λέξη «τουμπεκί» που στα Τουρκικά λέγεται ο καπνός για το ναργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής.
Το ναργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων, οι οποίοι όταν αργούσαν να τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε «Κάνε τουμπεκί».
Όσοι κάπνιζαν ναργιλέ ήταν από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους, το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπέκι, που σιγόκαιγε στον λουλά…
Διαβάστε περισσότερα εδώ: newsbeast.gr