Την ώρα που η έλλειψη εργατικών χεριών είναι το μεγαλύτερο θέμα που απασχολεί τους παραγωγούς σε όλη την Πελοπόννησο, γυναίκες που ασχολούνται για πάνω από μία δεκαετία με την καλλιέργεια βιολογικών προϊόντων δείχνουν να μην πιστεύουν πια –τουλάχιστον υπό τις υπάρχουσες συνθήκες– στο αύριο του πρωτογενούς τομέα και αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις του μέλλοντος με έντονο προβληματισμό. Στην Αργολίδα, πάντως, η παρουσία των γυναικών στην καλλιέργεια βιολογικών προϊόντων είναι ιδιαίτερα αισθητή και με επιτυχημένα αποτελέσματα, όπως καταγράφονται μέχρι τώρα.
«Μέχρι πριν από 2-3 χρόνια, μπορούμε να πούμε ότι, αν και η διαδρομή πολλές φορές ήταν δύσκολη, ο κόπος μας ήταν αμειβόμενος. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η κλιματική αλλαγή έφερε σοβαρά προβλήματα στην καλλιέργεια, αφού δεν μπορούμε να επέμβουμε δραστικά και έχουμε σοβαρά προβλήματα με ασθένειες όπως ο τετράνυχος, που είχε εξαφανισθεί», περιγράφει στην «Ύπαιθρος Χώρα» η Σοφία Καραμάνου, που έχει καταγράψει μια πορεία τριών δεκαετιών στη βιολογική γεωργία.
Η ίδια, έχοντας ξεκινήσει να εργάζεται ως αγρότισσα το 1981, τονίζει ότι «με τη βιολογική γεωργία, τα πρώτα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα, αφού τότε δεν υπήρχε τίποτα και η τεχνογνωσία ήταν στο μηδέν, ενώ οι εταιρείες ήταν αδιάφορες στο αίτημα για κατασκευή σκευασμάτων. Η κατάσταση αυτή άλλαξε τα τελευταία δέκα χρόνια».
«Πολλοί λόγοι για να ασχοληθείς, άλλοι τόσοι για να εγκαταλείψεις»
Ως προς το αν θα συνιστούσε σε μια γυναίκα να ασχοληθεί με τα κτήματα ή σε ένα παιδί να εμπιστευθεί τη γεωργία ως επάγγελμα, η κα Καραμάνου ξεκαθαρίζει ότι «είναι θέμα προσωπικής επιλογής. Πρέπει να αγαπάς αυτόν τον τρόπο ζωής, να βρεις πού θα παρέχεις τα προϊόντα σου και να μπορείς να δώσεις απαντήσεις και σε άλλα ερωτήματα. Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι να ασχοληθείς με τον πρωτογενή τομέα και άλλοι τόσοι για να τον εγκαταλείψεις».
Κλείνοντας, η ίδια παραθέτει μια σειρά προβλημάτων, επισημαίνοντας ότι «στην Ελλάδα το συνεταιριστικό κίνημα είναι πεθαμένο και, ειδικά στην Πελοπόννησο, αναδασμοί δεν γίνονται, το κόστος ρεύματος και νερού έχει φθάσει στα ύψη και πάει λέγοντας. Βαδίζουμε σε μία αδιέξοδη πορεία, αφού κανείς δεν μπορεί να κάνει τις αλλαγές που χρειάζονται».
«Κενά στην αγορά την τελευταία διετία»
Από την πλευρά της, η Δήμητρα Τσακίρη, που έχει πιστοποιητικό βιολογικής γεωργίας από το 2004, συνοψίζει με βάση την 20ετή εμπειρία της: «Πρόκειται για ένα επάγγελμα δύσκολο, που χρειάζεται υπομονή και επιμονή. Μετά το 2011, άρχισε μια άνοδος βιολογικών, που κράτησε μέχρι το 2020. Ωστόσο, τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχουν πολλά κενά στην αγορά και πολλοί εγκαταλείπουν τη βιολογική γεωργία και τη γεωργία γενικότερα».
Μιλώντας στην «Ύπαιθρος Χώρα», η ίδια προσθέτει ότι, σε αρχικό επίπεδο, το έργο των γυναικών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο είναι δύσκολο, αλλά σιγά-σιγά κερδίζεται η εμπιστοσύνη. «Σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα, οι περισσότεροι σε βλέπουν αρχικά με μία καχυποψία. Στην πορεία, έρχονται η αναγνώριση και η δίκαιη αντιμετώπιση».
«Μείωση του κόστους εργασίας το επόμενο εξάμηνο»
Σε ό,τι αφορά την εργασία στα χωράφια και την έλλειψη εργατικών χεριών, η κα Τσακίρη δηλώνει αισιόδοξη, εκτιμώντας ότι «όπως τρέχουν οι εξελίξεις, σε ένα εξάμηνο πιστεύω ότι θα λυθούν τα προβλήματα που υπάρχουν και θα έχουμε μείωση του κόστους εργασίας».
Σχετικά με την απουσία των νέων, η ίδια σχολιάζει ότι «είναι λογικό να συμβαίνει, αφού πρόκειται για μία δουλειά επίπονη και η εξασφάλιση ενός σταθερού μισθού δίνει στους νεότερους το αίσθημα της εργασιακής ασφάλειας», ενώ συμπληρώνει ότι υπάρχει σοβαρή, πλέον, συρρίκνωση των αγροτών. Ωστόσο, προσθέτει ότι η απουσία των γυναικών έχει και μια θετική πτυχή, αφού «όσες ακολούθησαν το επάγγελμα, το έκαναν συνειδητά και είναι επιτυχημένες».
«Ελπίζω να μη δημιουργηθεί διατροφικό πρόβλημα στο μέλλον»
Τέλος, προέρχεται από τον χώρο της εκπαίδευσης, αλλά τα τελευταία χρόνια ασχολείται με ιδιαίτερο πάθος με τη βιολογική γεωργία. «Θεώρησα υποχρέωσή μου να ασχοληθώ με τη γη των γονιών μου και, μάλιστα, με τη βιολογική καλλιέργεια. Για να επιβιώσει μια γυναίκα σε αυτό το δύσκολο επάγγελμα, θα πρέπει να ασχοληθεί παράλληλα και με τη μεταποίηση ή να δώσει επισκεψιμότητα στο κτήμα και, γενικότερα, να δημιουργήσει και άλλες πηγές εσόδων», σημειώνει.
Για την απουσία των νέων από τα χωράφια, επισημαίνει ότι «τα παιδιά απέχουν από τα κτήματα, αγνοούν τις εργασίες που γίνονται στα χωράφια και όσο περνάνε τα χρόνια μένουμε μόνοι μας». Όσο για τη φθίνουσα προοπτική που υπάρχει, η ίδια τονίζει χαρακτηριστικά ότι «φεύγοντας από το Ναύπλιο για να πάω στα κτήματα, στο Άργος, βλέπω πλέον πάρα πολλά χωράφια που έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους. Είναι πολύ θλιβερό θέαμα και, δυστυχώς, αυτή η εικόνα της εγκατάλειψης συνεχώς μεγαλώνει, με απελπιστικούς ρυθμούς. Ειλικρινά, δεν γνωρίζω τι μπορεί να τα σώσει. Ελπίζω, στο μέλλον, να μη δημιουργηθεί διατροφικό πρόβλημα».