Η ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων, “κόκκινων”δανείων, είναι απαραίτητη τόσο για τους δανειολήπτες, όσο και για την επαναφορά της κανονικότητας στις τράπεζες, ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσουν το ρόλο τους, τη χορήγηση δανείων και χρηματοδότηση της οικονομίας.
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο της προστασίας της πρώτης κατοικίας έχει τρεις τομές.
Πρώτον διευρύνεται το φάσμα των δικαιούχων, καθώς εντάσσονται και επιχειρηματικά δάνεια, που για την εξασφάλισή τους έχει προσφερθεί η πρώτη κατοικία.
Δεύτερον δίνεται κρατική επιχορήγηση, με την επιδότηση των δόσεων από το Δημόσιο και
Τρίτον επιμηκύνεται η εξόφληση του δανείου μέχρι 25 χρόνια, μειώνεται το ύψος του επιτοκίου (2%) και το ποσό του δανείου που υπερβαίνει το 120% της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας, διαγράφεται.
Με τη νέα ρύθμιση, που θα περιλαμβάνει 150.000 δανειολήπτες, επιδιώκεται η διάσωση της κύριας κατοικίας των οικονομικά αδύναμων φυσικών προσώπων και παράλληλα η εισαγωγή ενός αυτοματοποιημένου μηχανισμού ρύθμισης των εξυπηρετούμενων στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, τα οποία έχουν εξασφαλισθεί με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία. Η αίτηση υποβάλλεται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία θα συγκεντρώνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες αναφορικά με τις οφειλές των αιτούντων, χωρίς ταλαιπωρία των δανειοληπτών.
Τα κριτήρια υπαγωγής του δανειολήπτη στις ευεργετικές διατάξεις του νέου νομοθετικού πλαισίου, έχουν επιλεγεί με στόχο τη στήριξη του δανειολήπτη, που λόγω της οικονομικής κρίσης και της εξ αυτής, μεταβολής των συνθηκών της ζωής του, αδυνατεί να αποπληρώσει το δάνειό του, αλλά και την αποτροπή καταχρηστικών συμπεριφορών από τους αποκαλούμενους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Ως πρώτο κριτήριο έχει τεθεί η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 175.000 ευρώ, αν πρόκειται για επιχειρηματικά δάνεια καιτα 250.000 ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση (στεγαστικά, επισκευαστικά ή καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες).
Δεύτερο κριτήριο αποτελεί το ύψος του εισοδήματος του αιτούντος, το οποίο για τον μεμονωμένο οφειλέτη να ανέρχεται έως τα 12.500 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 8.500 ευρώ για τη σύζυγο και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος. Θα πρέπει να τονισθεί ότι δεν εξαιρούνται των ρυθμίσεων όσοι οφειλέτες διαθέτουν και άλλη ακίνητη περιουσία, πέραν της πρώτης κατοικίας, αρκεί η αντικειμενική της αξία να μην υπερβαίνει τα 80.000 ευρώ. Το δε σύνολο των καταθέσεων, των χρηματοπιστωτικών προϊόντων του αιτούντα, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του, δεν θα πρέπει να ξεπερνά το ποσό των 15.000 ευρώ.
Ένα άλλο κριτήριο επιλεξιμότητας είναι το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών, το οποίο για τα μεν επιχειρηματικά δάνεια, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ, για τα υπόλοιπα (στεγαστικά, επισκευαστικά, καταναλωτικά) δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 130.000 ευρώ. Είναι σημαντικό, ότι τα τιθέμενα όρια και για τις δύο ως άνω περιπτώσεις ισχύουν ανά πιστωτή.
Στις ρυθμίσεις μπορούν για πρώτη φορά να μπορούν να ενταχθούν δανειολήπτες του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων αλλά και δάνεια που είχαν συνομολογηθεί σε άλλο νόμισμα, όπως τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, δίνοντας έτσι λύση σε ένα χρόνιο οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα.
Κατά την περίπτωση που ο αιτών κριθεί μη επιλέξιμος, ή κριθεί μεν επιλέξιμος, δεν έλθει όμως σε συμφωνία με όλους ή κάποιους από τους πιστωτές, έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στο δικαστήριο (Ειρηνοδικείο), του τόπου, στο οποίο βρίσκεται η κύρια κατοικία, την οποία επιθυμεί ο αιτών να προστατεύσει από την αναγκαστική ρευστοποίηση. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, ο δανειολήπτης προστατεύεται από καταδιωκτικά μέτρα.
Τέλος να σημειωθεί ότι οι αιτήσεις όσων έχουν προσφύγει στο δικαστήριο σύμφωνα με το ν.3869/2010 (νόμος Κατσέλη), θα εκδικαστούν κανονικά, εκτός εάν οι αιτούντες επιθυμούν να παραιτηθούν και να υπαχθούν στο νέο πλαίσιο.
Η υπερψήφιση των διατάξεων με μεγάλη πλειοψηφία είναι ένδειξη ότι αυτές αποτελούν ανακούφιση για τους αδύναμους δανειολήπτες. Απορία προκάλεσε η στάση του ΚΙΝΑΛ, που καταψήφισε τις διατάξεις, ενώ τον Ιανουάριο του 2015, η τότε συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, είχε αφήσει παντελώς απροστάτευτη την πρώτη κατοικία, καθώς το ισχύον τότε πλαίσιο είχε λήξει στις 31-12-2014