Η αυξημένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος, υψηλών σε λιπαρά γαλακτοκομικών, επεξεργασμένων δημητριακών, γλυκών και αναψυκτικών σε συνδυασμό με την απουσία ή τη μειωμένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, ενοχοποιούνται για καρδιαγγειακά νοσήματα και αρκετές μορφές καρκίνου.
Δύο νεώτερες έρευνες επιβεβαιώνουν τα παραπάνω, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι μια διατροφή πλούσια σε κρέας και τυρί, όταν καταναλώνεται στη μέση ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του προσδόκιμου ζωής.
Ωστόσο, η ίδια ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι η κατανάλωση πολλών πρωτεϊνούχων τροφίμων σε μεγάλη ηλικία μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα.
«Η έρευνα δείχνει ότι μια χαμηλή σε πρωτεΐνη διατροφή στη μέση ηλικία είναι χρήσιμη για την πρόληψη του καρκίνου και της συνολικής θνησιμότητας» εξηγεί η Eileen Crimmins εκ των συγγραφέων της έρευνας από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια.
«Ωστόσο προτείνουμε επίσης στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας την αποφυγή μιας διατροφής χαμηλής σε πρωτεΐνη προκειμένου να διατηρηθεί ένα υγιές βάρος και να μειωθεί η ευπάθεια» εξηγεί η ίδια.
Τα ευρήματα και των δυο ερευνών δημοσιεύθηκαν στην ιατρική επιθεώρηση Cell Metabolism. Στην πρώτη έρευνα οι ειδικοί εξέτασαν στοιχεία από 6.800 μεσήλικες και μεγαλύτερης ηλικίας ενήλικες από τις ΗΠΑ. Διαπίστωσαν ότι οι μεσήλικες που κατανάλωναν περισσότερο από το 20% των θερμίδων τους από ζωικές πρωτεΐνες – κυρίως κρέας και γαλακτοκομικά – είχαν τέσσερις φορές αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο ή διαβήτη. Επίσης ο κίνδυνος θανάτου από οποιαδήποτε αιτία μέσα στα επόμενα 18 χρόνια ήταν διπλάσιος συγκριτικά με όσους ακολουθούσαν μια διατροφή με λίγες πρωτεΐνες.
Ακόμη και οι μεσήλικες με μέτρια κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης είχαν τριπλάσιο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο σύμφωνα με τους ερευνητές.
Από την άλλη μεριά ο κίνδυνος ήταν πολύ χαμηλότερος ή ανύπαρκτος για τους 50αρηδες που κατανάλωναν μια διατροφή πλούσια σε φυτικής προέλευσης πρωτεΐνες.
Συνολικά τα ευρήματα των ερευνών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μια διατροφή με πολλές ζωικές πρωτεΐνες είναι σχεδόν τόσο επιβαρυντική για την υγεία όσο το κάπνισμα.
Πηγή: onmed.gr