*του Χρήστου Χωμενίδη
«Μην ξεμυτίζετε άμα δεν είναι απολύτως απαραίτητο. Εμείς προμηθευτήκαμε εγκαίρως ξηρά τροφή. Και ό,τι νωπό μάς χρειάζεται, το παραγγέλνουμε από το σούπερ μάρκετ και το αφήνουν στην πόρτα μας. Στο σπίτι, αν και τριπλοεμβολιασμένοι, τηρούμε αποστάσεις. Αποφεύγουμε τις διαχύσεις. Η αγάπη μπορεί να εκφραστεί και χωρίς την ανταλλαγή σωματικών υγρών. Όποιος μας χρησιμοποιεί το μπάνιο, έστω και για να πλύνει τα χέρια του, το απολυμαίνει έπειτα σχολαστικά. Έτσι μένει ο ιός μακριά…»
«Κάποιος, στον δρόμο, με πλησιάζει από πίσω στο ενάμισυ μέτρο. Πορτοφολάς; Βιαστής; Διασπορέας του ιού; – κυκλοφορούν, μαθαίνω, και τέτοιοι. Γυρίζω και τον ξεφτιλίζω. “Πώς τολμάς, άνθρωπέ μου” τού κάνω “να φοράς την απλή μάσκα, τη χαλαρή, την οινοπνευματί; Δεν άκουσες ότι δεν προστατεύει ντιπ; Θέλεις να μάς κολλήσεις όλους;” Ο τύπος τα έχασε, πισωπάτησε, άλλαξε πεζοδρόμιο. Τρεις ηλικιωμένες κυρίες, που κάθονταν σε ένα παγκάκι, “μπράβο κοπέλα μου” με συγχαρήκανε “μακάρι να φέρονταν όλοι έτσι!”…»
Η Όμικρον θερίζει. Στα κρούσματα προστίθεται καθημερινά σχεδόν το μισό τοις εκατό τού πληθυσμού. Εάν εξακολουθήσει έτσι για ένα μήνα, τα θύματα της θα υπερβούν αριθμητικά τούς ψηφοφόρους τού τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος. Εάν επιμείνει για δύο μήνες, θα διεκδικούν αυτοδυναμία.
Μεγαλύτερη αγωνία μας; Μην καταρρεύσουν -λόγω απουσίας των εργαζομένων- οι δομές. Το σύστημα υγείας. Το εμπόριο.
Μεγαλύτερη ελπίδα μας, η οποία μοιάζει να επιβεβαιώνεται; Ότι η Όμικρον όχι απλώς είναι ηπιότερη μα προστατεύει κι από τις πιο επικίνδυνες εκδοχές του κόβιντ, που μπορούν να σε στείλουν στην εντατική ή στον τάφο.
Κρατάμε την ανάσα μας και προχωράμε στο ναρκοπέδιο. Ψύχραιμοι. Συμβιβασμένοι, ίσως και συμφιλιωμένοι, με την ιδέα ότι αργά ή γρήγορα και εμείς θα την αρπάξουμε. Και θα την περάσουμε σχετικά ανώδυνα χάρη στα εμβόλια.
Όλοι μας; Όχι. Η υστερία ενός μέρους της κοινωνίας, που εκδηλώθηκε από την πρώτη επέλαση τού κορωνοϊού, προ διετίας, έχει πλέον χτυπήσει ταβάνι. Τα αναθέματα που εξαπολύονται προς πάσα σχεδόν κατεύθυνση θυμίζουν ιεροεξεταστές του Μεσαίωνα.
Κάποιοι Σαλονικιοί υποδέχθηκαν, λέει, τον καινούργιο χρόνο παρτάροντας σε δημόσια τουαλέτα. Στην πυρά! Οι κυβερνήσεις -σύσσωμης της Ευρώπης- εννοούν να ανοίξουν τα σχολεία. Ανθρωποκτόνες συμμορίες! Θα αρρωστήσουν όλα τα παιδιά, θα το μεταδώσουν στους παππούδες, διότι (εδώ η φωνή σπάει, γίνεται λυγμός), διότι το σύστημα τους έχει προγράψει ώστε να γλυτώσει τις συντάξεις! Και δώστου εφιαλτικές προβλέψεις. Παράλογες προτροπές. Δυστοπίες.
«Η μάσκα ήρθε για να μείνει. Όπως οι μακρινοί μας πρόγονοι έφτιαξαν ρούχα για να καλύψουν τη γύμνια τους, έτσι τα εγγόνια μας θα καλύπτουν από το μαιευτήριο κιόλας τα πρόσωπά τους. Ως αξιοπρέπεια θα το νοιώθουν. Ως δημόσια αιδώ. Γιατί δηλαδή να εκθέτεις στον καθένα τα χαρακτηριστικά τού προσώπου σου;» Τα υποστήριζε εντελώς σοβαρά, με το κύρος τού σπουδαγμένου. Με το άλλοθι τού προοδευτικού. «Σωστά» συνέπλευσα δήθεν «Τη μύτη και το στόμα σου να τα δείχνεις μόνο στο ταίρι σου, άντε και στα παιδιά σου.» «Έτσι…» «Μπούργκα ονομάζεται!» αγρίεψα. «Βγαίνει και σε αντρικό!»
Και δώστου κατάρες στον καπιταλισμό, ο οποίος φταίει διά πάσαν νόσον και μαλακίαν διότι στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας -το επικαλούνται με καμάρι- ένας να διαγνωστεί θετικός, σφραγίζεται όλη η πόλη. Και δώστου προτροπές για παγκόσμιο λοκντάουν, για επ’αόριστον αδειοδότηση των πληθυσμών, για σίτισή τους απ’τα κράτη. Να κλειστούμε δηλαδή όλοι μέσα και να παραληρούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η πανδημία -ηλίου φαεινότεροι- ταιριάζει γάντι στους μισάνθρωπους. Στους φοβικούς. Στους υποχόνδριους. Στους πουριτανούς. Ο εντός τους ζόφος εναρμονίζεται με την περιρέουσα ατμόσφαιρα. Οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες μάς απειλούν επιτέλους με τη μορφή απειροελάχιστων σωματιδίων. Ενδόμυχα λαχταρούν να διαρκέσει αυτό για πάντα. Να μην ξαναφιληθούμε, να μην ξαναγκαλιαστούμε ποτέ.
«Τους Λαιστρυγόνας» όμως «και τους Κύκλωπας δεν θα τους συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου. Αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου…»-