Η Ελλάδα τείνει να μετατραπεί σε ένα πεδίο ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών και συσσωρευτές που θα εξασφαλίζουν «πράσινο» ρεύμα στον ευρωπαϊκό βορρά. Την ίδια στιγμή όμως ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη. Ποιος δεν έχει κάνει καλά τη δουλειά του και το ρεύμα είναι σημαντικά ακριβότερο όχι μόνο από ανταγωνιστικές αγορές χωρών της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, αλλά και από τις λιγότερο ώριμες αγορές των Βαλκανίων, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση της τιμής του φυσικού αερίου;
Όπως γράφει το kathimerini.gr, η διαμόρφωση του κόστους ρεύματος στη χονδρεμπορική αγορά της Ελλάδας, που αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση της λιανικής τιμής που πληρώνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, δεν αντανακλά τις μειώσεις της τιμής φυσικού αερίου στον ευρωπαϊκό κόμβο ΤTF που παρατηρείται στην πλειοψηφία των άλλων ευρωπαϊκών αγορών. Η ελληνική χονδρεμπορική αγορά, τόσο το 2023 όσο και τους πρώτους μήνες του 2024, βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των ακριβότερων αγορών της Ε.Ε.
Η τιμή της μεγαβατώρας τον Ιανουάριο και τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου διαμορφώθηκε σε μέσα επίπεδα στα 90,99 ευρώ και είναι η τέταρτη ακριβότερη στην Ευρώπη, μετά την Ιταλία (98,48 ευρώ), την Ιρλανδία (96,31 ευρώ) και τη Φινλανδία (95,27 ευρώ). Βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τη μέση τιμή της μεγαβατώρας της Γερμανίας (71,97 ευρώ), της Γαλλίας (71,97 ευρώ), της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (71,81 και 71,78 ευρώ αντίστοιχα), αλλά και χωρών των Βαλκανίων όπως η Βουλγαρία (86,83 ευρώ), η Ρουμανία (85,26 ευρώ) και η Σερβία (83,36 ευρώ). Το πρώτο μάλιστα επταήμερο του Φεβρουαρίου και ενώ η τιμή του φυσικού αερίου στο ΤΤF βρίσκεται σε συνεχή πορεία αποκλιμάκωσης (κάτω από τα 29 ευρώ/μεγαβατώρα), η απόκλιση των τιμών μεταξύ της ελληνικής αγοράς και άλλων ευρωπαϊκών χωρών διευρύνεται σημαντικά.
Οι καταναλωτές θα πληρώσουν το έλλειµµα των ΥΚΩ
Η μέση χονδρεμπορική τιμή στην Ελλάδα τις πρώτες 7 ημέρες του Φεβρουαρίου διαμορφώνεται στα 83,11 ευρώ/μεγαβατώρα, 29 ευρώ υψηλότερα από την τιμή της Γερμανίας και της Γαλλίας (54 ευρώ/μεγαβατώρα), 20 ευρώ υψηλότερα από την τιμή της μεγαβατώρας στην Ισπανία και την Πορτογαλία και 7 ευρώ υψηλότερα από την τιμή της μεγαβατώρας στη διασυνδεδεμένη αγορά της Βουλγαρίας. Η ελληνική αγορά μάλιστα το πρώτο επταήμερο του Φεβρουαρίου περνάει από την τέταρτη στη δεύτερη ακριβότερη αγορά της Ευρώπης, αφήνοντας πίσω της την Ιρλανδία (82,63 ευρώ/μεγαβατώρα) και τη Φινλανδία που ξανακέρδισε τη θέση της στις παραδοσιακά φθηνές ευρωπαϊκές αγορές με τιμή στα 52,86 ευρώ/μεγαβατώρα. Την πρώτη θέση κατέχει και τον Φεβρουάριο η Ιταλία με τιμή στα 95,86 ευρώ/μεγαβατώρα.
Οι αιτίες
Οι υψηλές τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς καθιστούν το ελληνικό σύστημα εισαγωγικό, αφού οι traders κυνηγάνε τις υψηλές τιμές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2023 οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκαν κατά 13% σε σύγκριση με το 2022 και οι εξαγωγές μειώθηκαν το ίδιο διάστημα κατά 18%. Οι εισαγωγές ευνοήθηκαν και από την επιβάρυνση της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο αρχικά με την επιβολή έκτακτης εισφοράς 10 ευρώ/μεγαβατώρα τον Νοέμβριο του 2022, η οποία αναπροσαρμόστηκε τον περασμένο Μάρτιο σε 5% επί της τιμής φυσικού αερίου στο ΤΤF.
Η τιμή της μεγαβατώρας τον Ιανουάριο και τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου διαμορφώθηκε σε μέσα επίπεδα στα 90,99 ευρώ και είναι η τέταρτη ακριβότερη στην Ευρώπη.
Η έκτακτη εισφορά που επιβλήθηκε στο πλαίσιο των μέτρων για τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου την περίοδο της ενεργειακής κρίσης περιόρισε σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής ενισχύοντας αντίστοιχα τις εισαγωγές και επιβάρυνε τα τιμολόγια ρεύματος. Οι ηλεκτροπαραγωγοί φυσικού αερίου για να καλύψουν το αυξημένο κόστος ανέβαζαν τις προσφορές στη χονδρεμπορική αγορά, μετακυλίοντάς το με τον τρόπο αυτό στους προμηθευτές και αυτοί με τη σειρά τους μέσω των τιμολογίων στους καταναλωτές.
Συναγερµός για ενεργειακή επάρκεια στα νησιά
Το ΥΠΕΝ προχώρησε σε διόρθωση αυτής της στρέβλωσης, καταργώντας με τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή το συγκεκριμένο μέτρο, εξέλιξη που αναμένεται να ενισχύσει την αποκλιμάκωση των τιμολογίων ρεύματος. Η ειδική εισφορά, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην τροπολογία, «έχει αντίκτυπο και στη λιανική αγορά καθώς αυξάνει τις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος. Με την κατάργηση αυτή επιτυγχάνεται η μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά και ενισχύεται το πλαίσιο για τη δημιουργία πιο ανταγωνιστικών προσφορών. Επίσης, θα επηρεαστούν θετικά και οι χρεώσεις των προμηθευτών προς όλους τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, αφού δεν θα χρειάζεται να μετακυλίουν τη συγκεκριμένη εισφορά, άμεσα ή έμμεσα, σε αυτούς, βελτιώνοντας έτσι τις τελικές τιμές».