Πριν από λίγες μέρες έξω από τους Γαργαλιάνους στη Μεσσηνία, ένας αγρότης πήγε να οργώσει το λιοστάσι του. Το χώμα ήταν σκασμένο τόπους, τόπους, δείγμα της ξεραΐλας και της απουσίας υγρασίας. Συνηθισμένο στιγμιότυπο. Στους ελαιοπαραγωγικούς νομούς της χώρας οι αγρότες παρακαλούν εδώ και μήνες να βρέξει.
Το προηγούμενο καλοκαίρι στον Παλαιοξάρι, ένα χωριό της ορεινής Δωρίδας σε μια περιοχή ύψους 600 μέτρων γεμάτη από πλατάνια και πυκνή βλάστηση η κοινότητα αναγκάστηκε να βάλει περιορισμούς στη χρήση του νερού, καθώς διαπιστώθηκε έλλειψη. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς ότι τα χιόνια κατακλύζουν τον Χειμώνα την ευρύτερη περιοχή και λογικά θα έπρεπε οι πηγές να είναι γεμάτες νερό.
Οι τελευταίοι χειμώνες όμως ήταν περισσότερο ήπιοι κι αυτό είχε αποτέλεσμα να μην χιονίσει αρκετά και οι πηγές να μην συγκεντρώνουν ικανοποιητικές ποσότητες υδάτων. Αν εκεί λοιπόν υπάρχει πρόβλημα, τι συμβαίνει στα πεδινά ή στα παραθαλάσσια μέρη;
Η απειλή
Τα στοιχεία των επιστημονικών φορέων καταγράφουν ότι η νότια Ευρώπη είναι αντιμέτωπη για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά με έντονα φαινόμενα ξηρασίας, ενώ αντιμετωπίζει σταθερό πρόβλημα ήδη από το 2018. Είναι μια απειλή που δεν φαίνεται να της δίνουμε ιδιαίτερη σημασία. Κι όμως θα έπρεπε.
Από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο είναι η περίοδος που ο καρπός του ελαιόδεντρου βρίσκεται στη διαδικασία μετάβασης από την ανθοφορία στην καρποδεσία. Η σωστή ύδρευση στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είναι κομβική για την παραγωγή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ελιές που παράγουν το λάδι δεν έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα να αντιμετωπίσουν τους καύσωνες του καλοκαιριού, αν έχουν ποτιστεί επαρκώς κατά την περίοδο της Άνοιξης.
Αυτό φέτος, ειδικά στην Κρήτη, δεν έχει συμβεί. Τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα για τα δέντρα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς, καθώς οι ανάγκες τους σε ύδρευση είναι μεγαλύτερες. Ιδανικά η ελιά χρειάζεται αρκετό νερό την περίοδο της Άνοιξης ώστε να «κρατήσει» υγρασία για τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού, και καλές βροχοπτώσεις από τον Σεπτέμβριο ώστε να αναπληρώσει τις απώλειες και να αποδώσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα την περίοδο της συγκομιδής.
«Αν δεν βρέξει, ας τις ποτίσουν οι παραγωγοί», θα μπορούσε να πει κάποιος. Σωστό, αλλά για να ποτίσεις κάτι με δικά σου μέσα χρειάζεται, πρώτα απ΄όλα να έχεις νερό. Κι εκεί υπάρχει πρόβλημα. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Ξηρασίας που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2024 οι προβλέψεις για την ροή νερού στη νότια Ευρώπη μόνο αισιόδοξες δεν ήταν.
Χιόνια
Το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται να αντιμετωπίζουν η βόρεια Ιταλία όπου το λιώσιμο του χιονιού στις Άλπεις είναι μικρότερο του αναμενόμενου, ενώ στο σχετικό χάρτη του Παρατηρητηρίου η μισή ελληνική επικράτεια βρίσκεται στο κόκκινο (Θεσσαλία, ανατολική Στερεά, ανατολική και νότια Πελοπόννησος, αρκετά νησιά του Αιγαίου και φυσικά η Κρήτη). Ο Ταΰγετος στη Λακωνία και τη Μεσσηνία στις 11 Απριλίου έχει ελάχιστα χιόνια ακόμα και στην κορυφή της πυραμίδας του (Φωτογραφία). Το Φράγμα του Οινούντα είναι έργο επιβεβλημένο αλλά φαίνεται να καθυστερεί.
Η έκθεση εντοπίζει «ασυνήθιστες ανωμαλίες στη ροή νερού» που προέρχονται από τα ποτάμια, τα οποία εν πολλοίς ανανεώνουν τις πηγές τους από τα χιόνια που λιώνουν. Αν όμως δεν έχει χιονίσει επαρκώς τον Χειμώνα, είναι προφανές ότι τα αποθέματα θα είναι περιορισμένα.
Άλλη πηγή ανανέωσης είναι οι βροχοπτώσεις, αλλά τι να πεις εδώ όταν σύμφωνα με τα στοιχεία του Meteo.gr του Αστεροσκοπείου Αθηνών ο Μάρτιος του 2024 ήταν ο θερμότερος των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων ή όταν έχει προηγηθεί ένας εξαιρετικά ήπιος Χειμώνας;
Φυσικά το πρόβλημα δεν το αντιμετωπίζουν μόνο οι ελαιοπαραγωγοί, αφορά σχεδόν το σύνολο των καλλιεργειών, οι οποίες χρειάζονται τεράστιες ποσότητες νερού ώστε να αποδώσουν. Σε περιοχές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας οι αρχές ήδη έχουν προειδοποιήσει για περιορισμό της χρήσης νερού για την αγροτική παραγωγή, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν.
Ο χάρτης του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Ξηρασίας (Έκθεση Ιανουαρίου 2024) είναι αποκαλυπτικός για την Ελλάδα αλλά και την υπόλοιπη Μεσόγειο
Μοιραία αυτό θα έχει άμεσες συνέπειες στην οικονομία, κάτι που αναμένεται να ζήσουμε και στην Ελλάδα. Αντέχει π.χ. η χώρα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά με μειωμένη παραγωγή ελαιόλαδου μετά το φετινό ράλι ανόδου στην τιμή του προϊόντος; Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις σε μαζικές καλλιέργειες όπως π.χ. η βιομηχανική ντομάτα; Πώς θα ολοκληρωθεί η καλλιέργεια του καρπουζιού (μια εξαιρετικά ακριβή καλλιέργεια); Προς το παρόν πάντως οι Aρχές σκέφτονται να ξεκινήσει νωρίτερα η αντιπυρική περίοδος. Λογικό, το ξερό έδαφος και η καύσιμη ύλη που έχει συγκεντρωθεί στα δάση αποτελούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό. Ήδη έχει παρατηρηθεί μια μικρή αύξηση στις πυρκαγιές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Αρκεί όμως αυτό;
Κάμπος της Ηλείας
«Αν συνεχίσει αυτή η κατάσταση του χρόνου ο κάμπος της Ηλείας δεν θα έχει νερό για τις καλλιέργειες», λέει στο in.gr ο Παναγιώτης Παρασκευόπουλος, γεωπόνος στη διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας της περιφερειακής ενότητας Ηλείας και πρόεδρος του ΓΟΕΒ (Γενικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων) που διαχειρίζεται την παροχή νερού στα δύο μεγάλα ποτάμια του νομού, τον Πηνειό και τον Αλφειό. Το φράγμα του Πηνειού και η τεχνική του λίμνη παρέχουν το νερό στις καλλιέργειες του κάμπου και φέτος υπολογίζει ότι υπάρχουν 80 με 100 εκατομμύρια κυβικά λιγότερα σε σχέση με πέρυσι.
Το πρώτο μέτρο που έχει ήδη αποφασιστεί για την περιοχή, όπως λέει, είναι να μειωθούν οι μέρες ποτίσματος από τις 7 στις 5 την εβδομάδα. Χαρακτηρίζει την κατάσταση «οριακή» για τον κάμπο της Ηλείας, και κρούει το καμπανάκι του κινδύνου: «Τις μέρες του ποτίσματος θα τις επανεξετάζουμε ανά περίπτωση και με βάση τα δεδομένα. Ενδεχομένως να χρειαστεί να τις μειώσουμε κι άλλο στην πορεία».
Να σημειωθεί ότι στην Ηλεία υπάρχουν μεγάλες μονάδες παραγωγής βιομηχανικής ντομάτας, πολλές εκτάσεις με καρπούζι και πατάτα, όπως επίσης και καλλιέργειες αραβοσίτου. «Εδώ δεν μιλάμε μόνο για την τύχη των μικρών παραγωγών με τα 20 ή 30 στρέμματα. Μιλάμε για επιχειρηματίες που έχουν επενδύσει άπειρα λεφτά σε καλλιέργειες χιλιάδων στρεμμάτων που πλέον απειλούνται», αναφέρει.
Ο νομός είναι επίσης γνωστός για την παραγωγή φράουλας. Σε αυτή μπορεί να εφαρμοστεί η υδροπονική καλλιέργεια, η οποία φροντίζει να παρέχει στη γη το νερό που απαιτείται με τη μέγιστη ακρίβεια ώστε να μην υπάρχουν απώλειες, παρ΄ όλα αυτά η εγκατάστασή της έχει υψηλό κόστος. Τον ρωτάμε αν οι υδροπονικές καλλιέργειες θα μπορούσαν να αποτελέσουν λύση και μας ξεκαθαρίζει ότι αυτές αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα. Για παράδειγμα δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις ελιές, στους πορτοκαλεώνες ή στα λεμονόδεντρα: «Είναι μια λύση κατά κύριο λόγο για τα κηπευτικά κι εκεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες».
Είναι γνωστό σε όλους ότι οι κατά καιρούς εξαγγελίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος από πλευράς κυβερνήσεων δεν έχουν αποδώσει. «Το δίκτυο της περιοχής κατασκευάστηκε πριν από 50 χρόνια», υπενθυμίζει ο κ. Παρασκευόπουλος. Αναφέρεται στο δίκτυο που μεταφέρει το νερό στις καλλιέργειες και εντοπίζει σειρά προβλημάτων σε αυτό.
«Μιλάμε για ένα υψηλά ενεργοβόρο δίκτυο, απαρχαιωμένο ηλεκτρομηχαλογικά, όπου οι αγωγοί όσο καλοσυντηρημένοι κι αν είναι δεν γίνεται να μην έχουν απώλειες. Και καλά αυτές που βλέπουμε, αυτές που είναι υπόγεια δεν μπορείς να τις ελέγξεις, κατά συνέπεια θα έχεις απώλειες».
Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο εκεί. «Πολλοί αγρότες χρωστάνε στους ΓΟΕΒ για τη χρήση του νερού και με τη σειρά του ο ΓΟΕΒ έχει τεράστια χρέη στη ΔΕΗ. Δεν γίνεται στην εποχή μας να μην υπάρχουν υδρόμετρα ώστε να μετράνε πόσο νερό κατανάλωσε ο καθένας και να πληρώνει ανάλογα. Η χρέωση γίνεται ακόμα με το στρέμμα και όχι με την πραγματική κατανάλωση», καταλήγει.
Κάμπος Αγρινίου
Οι καλλιέργειες στον κάμπο του Αγρινίου τροφοδοτούνται από τον Αχελώο μέσω της λίμνης των Κρεμαστών. Μιλώντας με τον πρόεδρο του ΓΟΕΒ Αχελώου, Κωνσταντίνο Βήτα, υποστηρίζει ότι η κατάσταση στην περιοχή δεν είναι ακόμα στο κόκκινο, αλλά στο «πορτοκαλί». Στην περιοχή κατά κύριο λόγο καλλιεργούν ελιές, καλαμπόκι, κηπευτικά και εσπεριδοειδή.
«Τα αποθέματα της λίμνης είναι κατά 30 με 40 % μικρότερα σε σχέση με πέρυσι» σημειώνει, προσθέτοντας ότι οι βροχές ήταν ελάχιστες το Χειμώνα, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν χιόνισε αρκετά με αποτέλεσμα ο Αχελώος να έχει μειωμένη ποσότητα υδάτων από τις πηγές.
Σε ό,τι αφορά τους ελαιώνες αναφέρει ότι έχουν υψηλή ανθοφορία φέτος που προδιαθέτει σε υψηλή παραγωγή, «αρκεί να μην χαλάσει στην πορεία». Ο κ. Βήτας εκτιμά ότι με την υπάρχουσα κατάσταση θα παρθούν και στην περιοχή του μέτρα, όπως περιορισμοί στο πότισμα των καλλιεργειών, μιας και συνεχίσει αυτός ο καιρός «τον Αύγουστο θα έχουμε πολύ σοβαρό πρόβλημα στην υδροδότησή τους».
Τρεις άξονες
Το in.gr απευθύνθηκε στον πρύτανη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Σπύρο Κίντζιο προκειμένου να καταθέσει την άποψή του για το θέμα. Σύμφωνα με τον ίδιο «προφανώς και υπάρχει πρόβλημα ξηρασίας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα». Υπό αυτό το πρίσμα τα μέτρα αντιμετώπισης πρέπει να κινηθούν σε τρεις άξονες.
«Να γίνει εκσυγχρονισμός των υποδομών (δίκτυο, ταμιευτήρες κλπ.) ώστε να μην υπάρχει απώλεια στους υπάρχοντες υδάτινους πόρους.
Να γίνει εξορθολογισμός της χρήσης του νερού. Σήμερα το 87% των υδάτινων πόρων της χώρας κατευθύνεται στις καλλιέργειες και μόλις το 13% στην οικιακή χρήση. Πρέπει να τοποθετηθούν μετρητές που θα βοηθήσουν στη σωστή χρήση του.
Πρέπει να ολοκληρωθεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός της γεωργίας που σε συνδυασμό με τα προηγούμενα θα βοηθήσει στην ορθολογική διαχείριση. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει και αναδιάρθρωση καλλιεργειών, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα και στροφή σε πιο προσαρμόσιμα είδη καλλιέργειας».
Και ο κ. Κίντζιος καταλήγει ως εξής: «Δεν είμαι οπαδός της ιδιωτικοποίησης του νερού, πιστεύω ότι είναι και πρέπει να είναι δημόσιο αγαθό, αλλά πρέπει να υπάρξει μέριμνα για τη σωστή του διαχείριση και αξιοποίηση».
Εξωτικές καλλιέργειες
Η κλιματική κρίση και τα όσα έχει προκαλέσει έχουν οδηγήσει ουκ ολίγους παραγωγούς στην αλλαγή του μοντέλου καλλιέργειας που ακολουθούσαν, πολλές φορές ως συνέχεια των πατεράδων ή των παππούδων τους.
Με απλά λόγια εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές καλλιέργειες του τόπου τους και επενδύουν σε κάτι νέο, φιλοδοξώντας σε μια καλύτερη παραγωγή που θα τους αποδώσει οικονομικά.
Η Μεσσηνία είναι κατά κύριο λόγο γνωστή για το ελαιόλαδο. Τα τελευταία χρόνια όμως αρκετοί παραγωγοί της περιοχής έχουν επιδοθεί σε άλλου είδους καλλιέργειες, όπως το μάνγκο, το λίτσι, το γκουάβα ή το dragon fruit, προϊόντα δηλαδή που καλλιεργούνται σε υποτροπικές περιοχές του πλανήτη.
Κι όμως, η αύξηση της θερμοκρασίας τα τελευταία χρόνια έχει μετατρέψει την Καλαμάτα και τις γύρω περιοχές σε ιδανικό μέρος για να καλλιεργήσει κάποιος π.χ. dragon fruit, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα 9 ευρώ το κιλό.
Η αλήθεια είναι ότι εδώ και χρόνια επιστήμονες του χώρου υποστήριζαν ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν τέτοιου είδους πιλοτικές καλλιέργειες στη νότια Πελοπόννησο, την Κρήτη και τα στα νησιά του Αιγαίου. Οι προσπάθειες ήταν κατά κύριο λόγο μεμονωμένες ή εξαντλούνταν στο να έχει κάποιος στον κήπο του μια χουρμαδιά ή ένα δέντρο μάνγκο, ή μια μπανανιά.
Πλέον, όλα δείχνουν πως υπάρχουν παραγωγοί οι οποίοι επενδύουν σε πιο μαζικές καλλιέργειες των συγκεκριμένων προϊόντων, αντικαθιστώντας τις πατροπαράδοτες καλλιέργειες.
Σε αναζήτηση τροφής
Για το τέλος κρατάμε ένα κομμάτι της κουβέντας που είχαμε με τον κ. Παρασκευόπουλο, πρόεδρο του ΓΟΕΒ Πηνείου – Αλφειού. Τον ρωτήσαμε αν τα φαινόμενα αυτά είναι αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης ή αν πρόκειται για έναν ιστορικό εποχικό κύκλο, όπως υποστηρίζουν οι αρνητές της πρώτης εκδοχής.
«Είτε το πεις κλιματική κρίση ή το πεις ιστορικό κύκλο, δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει. Αν είναι κύκλος είναι μια πολύ χειρότερη κατάσταση. Την κρίση αν πάρεις μέτρα μπορεί να την αλλάξεις. Ας ελπίσουμε ότι είμαστε σε εποχή κλιματικής κρίσης επειδή γι’ αυτή μπορούμε να μεριμνήσουμε αν το θέλουμε».
Καταλήγει με μια σκέψη που θα έπρεπε να μας προβληματίσει όλους: «Τα στοιχεία λένε πως έως το 2050 ο πληθυσμός της Γης θα φτάσει τα 12 με 13 δισεκατομμύρια. Πείτε μου πώς ακριβώς θα τραφεί αυτός ο πληθυσμός αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση με το κλίμα».