Για ένα ικανό τμήμα των συμπολιτών μας δεν υπάρχουν αστυνομικοί, παρά μόνον μπάτσοι.
Ο μπάτσος είναι για εκείνους σχεδόν μια ξεχωριστή κατηγορία, ένας ιδιαίτερος ανθρωπολογικός τύπος. Άνθρωπος απολίτιστος, βάρβαρος κι αυταρχικός, επιζητά αφορμές και προσχήματα να εξαπολύσει αχαλίνωτη βία προκειμένου να ικανοποιήσει τα κτηνώδη, πιθανόν και σαδιστικά, «ένστικτά» του.
Όλα αυτά δεν συνιστούν στη συνείδησή τους παρά αστείους ευφημισμούς. Οι μπάτσοι δεν είναι προστάτες, αλλά εχθροί της κοινωνίας. Δεν επιτελούν δημόσια υπηρεσία.
Ο ρόλος που έχουν αναλάβει δεν συνιστά ένα επάγγελμα μεταξύ άλλων. Χαρακτηρίζει την ψυχοσύνθεσή τους, διαπερνά ένα βαθύτερο στρώμα του εσωτερικού τους κόσμου, νοηματοδοτεί την ίδια τους την ύπαρξη. Εσύ κι εγώ θα μπορούσαμε να γίνουμε μπάτσοι; Ποτέ!
Μισό λεπτό. Ας «καταπιούμε», για την ώρα, τα υπόλοιπα. Δεν έχει σημασία αν έχουμε κράτος Δικαίου ή χούντα; Όχι ιδιαίτερα, θα μας πουν.
Εντάξει, σε ένα ξεκάθαρα αυταρχικό ή ολοκληρωτικό καθεστώς ούτε τα προσχήματα δεν χρειάζεται να τηρηθούν και η βία κατά των πολιτών μπορεί να κλιμακωθεί απεριόριστα.
Αλλά και σε δημοκρατικό καθεστώς οι μπάτσοι είναι μπάτσοι, που θα πει ότι στ’ αλήθεια μιλάμε για διαφορά βαθμού κι όχι ουσίας. Διότι, εν τέλει, το ίδιο το «κράτος» λειτουργεί ως δύναμη επιβολής και καταναγκασμού σε βάρος της κοινωνίας. Δεν είναι, βεβαίως, υπηρέτης της (ας αφήσουμε τα αστεία), αλλά δεσπότης της· ενεργεί πότε συγκαλυμμένα και λεπτεπίλεπτα, πότε με βάναυση καταστολή, οπότε κι αποκαλύπτεται το πραγματικό του πρόσωπο, ακόμη κι ενώπιον των πλέον αφελών.
Εάν όμως προεκτείνουμε με συνέπεια έως τη λογική της κατάληξη αυτή τη θεώρηση προκύπτει ένα πρόβλημα.
Δηλαδή, εάν στ’ αλήθεια δεν μπορούμε να «εξημερώσουμε» τους «μπάτσους» και να τους καταστήσουμε αστυνομικούς, εάν αισθανόμαστε μονίμως να ασφυκτιούμε από την κρατική καταπίεση κατά τρόπο αθεράπευτο, τότε δεν μας μένει παρά να ζωστούμε τα όπλα.
Τότε, καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, όπως παρ’ ολίγον να έχουμε στις 9 Μαρτίου στη Νέα Σμύρνη. Ο Κουφοντίνας υπήρξε, αν μη τι άλλο, συνεπής σε αυτό το σκεπτικό. Τι κι αν έχουμε δικτατορία, τι κι αν έχουμε δημοκρατία;
Στο όνομα του λαού που καταδυναστεύεται από τον Εχθρό, ως αυτόκλητος τιμωρός ο ίδιος, τον εξολοθρεύει σε όλες του τις εκδοχές: βασανιστής, αστυνομικός, δικαστής, βουλευτής, εκδότης, βιομήχανος – όλοι γρανάζια του ίδιου «συστήματος» με το οποίο μας διέπει μια σχέση ανεξάλειπτης κι ολοκληρωτικής σύγκρουσης.
Αυτό επιθυμούμε; Διότι μια τέτοια στάση, εφόσον γενικευτεί, σημαίνει ότι καταγγέλλουμε ως ψευδεπίγραφο το άρρητο «κοινωνικό συμβόλαιο» το οποίο μας δεσμεύει και το οποίο, πρώτα από όλα, σε αντάλλαγμα για την ασφάλεια και την προστασία μας την οποία εγγυάται η δημόσια δύναμη του κράτους –που διαθέτει το μονοπώλιο άσκησης της νόμιμης βίας– μας υποχρεώνει σε αποχή από τη βία (εκτός από την περίπτωση αυτοάμυνας).
Εάν «σκίσουμε» αυτό το συμβόλαιο επιστρέφουμε, κατά πώς θα έλεγαν οι στοχαστές, στη «φυσική κατάσταση», δηλαδή σε μια συνθήκη που η ζωή μας θα ήταν αβίωτη, εξαιτίας του διαρκούς φόβου ότι ο γείτονας, η αντίπαλη φατρία, ο οποιοσδήποτε θα μας πάρει το κεφάλι στον ύπνο ή στον ξύπνιο μας, καθώς εμείς οι ίδιοι θα πρέπει να υπερασπιστούμε, με νύχια και με δόντια, τους αγαπημένους μας, το βιος μας και την ίδια μας την ύπαρξη.
Και μια κατάκτηση των νεότερων χρόνων είναι ακριβώς το κράτος Δικαίου (το οποίο εξίσου περιφρονεί κι εξίσου επικαλείται ο ίδιος ο Κουφοντίνας – εδώ δεν είναι και τόσο συνεπής), ένα κράτος, δηλαδή, το οποίο δεν λειτουργεί αυθαίρετα αλλά υπό τον νόμο, και το οποίο εγγυάται τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα κι ελευθερίες, περιορίζοντας κάθε μορφή εξουσίας.
Προλαβαίνω την ένσταση. Καλά (ίσως) μας τα λες γενικά κι αφηρημένα, αλλά δεν έχεις ακούσει τίποτα για έναν Αλέξη που έμεινε στον τόπο 15 ετών από σφαίρα αστυνομικού; Πρέφα δεν έχεις πάρει από τη βαναυσότητα με την οποία αστυνομικοί κάθε τρεις και λίγο ξυλοκοπούν πολίτες για ψύλλου πήδημα ή κι εντελώς αναίτια; Ειρηνικούς διαδηλωτές, φωτορεπόρτερ που κάνουν απλώς τη δουλειά τους, φοιτητές που πηγαίνουν στο αμφιθέατρο, ανυποψίαστους περαστικούς; Μην μας πεις ότι ένα προς ένα αποτελούν «μεμονωμένα περιστατικά»!
Πράγματι, εδώ υπάρχει μείζον πρόβλημα. Ωστόσο, δεν οδηγούμαι σε ουσιοκρατικά συμπεράσματα (ότι είναι κατά σταθερό, άχρονο κι ανεξάλειπτο τρόπο οι «μπάτσοι» και το κράτος εχθροί της κοινωνίας και τα τοιαύτα), αλλά σε πολιτικά συμπεράσματα, εκ των οποίων περιορίζομαι στα ακόλουθα τρία:
Πρώτον, στ’ αλήθεια πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όσον αφορά την Αστυνομία ως δημόσια δύναμη και τους αστυνομικούς ως φορείς της.
Η εκπαίδευση που οφείλουν να έχουν (ειδική γνώση δεν διαθέτω, αλλά εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι κάτι δεν έχει πάει καθόλου καλά) τόσο από άποψη ουσιαστική όσο και τεχνική πρέπει να αναθεωρηθεί και να προσαρμοστεί σε αυτήν που αντιστοιχεί στο φιλελεύθερο, δημοκρατικό κράτος Δικαίου. Αυτό δεν είναι ευσεβής πόθος. Υπάρχουν τέτοιες Αστυνομίες σε σύγχρονα κράτη. Κι αυτό πρέπει να γίνει επειγόντως.
Δεύτερον, η κυβέρνηση (η σημερινή, μιας και αναφερόμαστε στο σήμερα) είναι πολλαπλώς και σημαντικά εκτεθειμένη. Είναι αυτή που αντικειμενικά χρεώνεται την ευθύνη των αστυνομικών αυθαιρεσιών, που προσπαθεί να τις υποτιμήσει με βαρύγδουπες δηλώσεις και προσχηματικές ΕΔΕ που δεν καταλήγουν πουθενά, με επιδεικτική αγνόηση εκθέσεων ανεξάρτητων παρατηρητών κύρους (όπως προ μηνών με την Έκθεση Αλιβιζάτου), με την προσπάθεια μετάθεσης ευθυνών κ.ο.κ.
Πιθανόν να μου αντιγυρίσετε: Μα ακριβώς αυτά που λες τώρα δεν είναι τεκμήριο πολιτικής επιλογής μετακίνησης σε μια συνολικά περισσότερο αυταρχική κατεύθυνση; Μήπως, λοιπόν, αντιφάσκεις με το σκεπτικό που έχεις εκθέσει παραπάνω, εξωραΐζοντας την κατάσταση όταν τη θεωρείς δίχως τα εμπειρικά δεδομένα;
Τρίτον, αυτό στο οποίο θέλω κυρίως να καταλήξω (απαντώντας και στην προηγούμενη, ως ένα βαθμό εύλογη, ένσταση) είναι ότι θα πρέπει να συνεννοηθούμε στα στοιχειώδη, δηλαδή καταρχήν ότι το πλαίσιο του δημοκρατικού κράτους Δικαίου είναι αναντικατάστατο.
Είναι αυτό εντός του οποίου θα πρέπει να βρούμε λύση, αποδοκιμάζοντας εξίσου τόσο εκείνους που θεωρούν δικαιολογημένο, αν όχι επιβεβλημένο, ένα είδος «αντάρτικου» εναντίον της αστυνομίας εν γένει (ή και μιας γενικευμένης στάσης «πολιτικής ανυπακοής»), όσο και εκείνους που υιοθετούν μια αυταρχική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία δεν πειράζει κι αν ανοίξει το κεφάλι κάποιου διαδηλωτή από γκλομπ αστυνομικού, διότι μάλλον τα ‘θελε και τα ’παθε.
Ως ακροτελεύτια παρατήρηση θέλω να υπενθυμίσω το ακόλουθο. Η Χρυσή Αυγή απολάμβανε (τεκμηριωμένα και επί μακρόν), την ανοχή κι εν μέρει τη συνέργεια αστυνομικών στη βίαιη κι εγκληματική δράση της.
Όταν, όμως, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να την μεταχειριστεί ως εγκληματική οργάνωση, «ξήλωσε» σε μια νύχτα υψηλόβαθμους αστυνομικούς που διατηρούσαν δεσμούς με τους νεοναζί και λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες τους, ενώ ταυτόχρονα έστειλε το μήνυμα που έγινε αμέσως αντιληπτό από τους απλούς αστυνομικούς (παρά το γεγονός ότι σε αξιοσημείωτα ποσοστά ήταν οι ίδιοι ψηφοφόροι της) ότι στο εξής η Χρυσή Αυγή καταδιώκεται, που σημαίνει αυτόματη αλλαγή στάσης.
Αυτό εν πολλοίς απέδωσε, ακριβώς επειδή η Αστυνομία δεν έχει καθαυτή αυτοτελή υπόσταση (π.χ. όπως η Δικαιοσύνη ως ανεξάρτητη εξουσία), αλλά είναι εκτελεστικό όργανο των πολιτικών της προϊσταμένων.
Δρ. Σωτήρης Βανδώρος
Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου