Στη δέσμευση της κυβέρνησης για μια γρήγορη διαδικασία «απολιγνιτοποίησης» για τη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη, αλλά και την ανάγκη αλλαγής κατεύθυνσης και παραγωγικού μοντέλου για τις περιοχές αυτές, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων από το «Ελληνογερμανικό Οικονομικό Φόρουμ – Όραμα και ευκαιρίες επενδύσεων», ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Μάλιστα ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στα κίνητρα που θα δοθούν στις περιοχές ώστε «η απολιγνιτοποίηση να μην είναι απλά μία απειλή για τους πολίτες αλλά μια ευκαιρία για ένα καλύτερο αύριο χωρίς λιγνίτη και χωρίς τη ρύπανση».
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στο νέο «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα» το οποίο προβλέπει επενδύσεις που θα ξεπερνούν τα 40 δις ευρώ για την επόμενη δεκαετία, δημιουργία παραπάνω από 60.000 μόνιμων θέσεων απασχόλησης, ενώ έκανε λόγο για «πολύ κρίσιμες και σημαντικές και δύσκολες αποφάσεις όπως η δέσμευσή μας για μια γρήγορη διαδικασία «απολιγνιτοποίησης». Αφορά πρωτίστως την περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας και έναν Δήμο της Πελοποννήσου, τη Μεγαλόπολη».
Επανέλαβε την δήλωση ότι μέχρι το 2028 να έχει φύγει η χώρα τελείως από τον λιγνίτη, το κλείσιμο όλων των μονάδων μέχρι το 2023 με εξαίρεση μία στη δυτική Μακεδονία – σ.σ. την Πτολεμαΐδα 5 -, ζητώντας μάλιστα μεγάλο μερίδιο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης: «Και ξέρω πόσο δύσκολη είναι αυτή η μετάβαση και η Γερμανία και αυτή καλείται να την κάνει με το δικό της χρονοδιάγραμμα. Βρισκόμαστε εμείς όμως ως Ελλάδα στην πρώτη γραμμή αυτής της γρήγορης μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή και γι’ αυτό και διεκδικούμε μεγάλο μερίδιο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Πόσο μάλλον όταν ολόκληρες περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη, βασίζουν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής τους δραστηριότητας στην εκμετάλλευση του λιγνίτη».
Για την απολιγνιτοποίηση και την ανάγκη αλλαγής παραγωγικού μοντέλου στις περιοχές, ο πρωθυπουργός ανέφερε πως: «Και αυτές είναι οι περιφέρειες όπως και πολλές περιφέρειες στην Γερμανία ή στην Πολωνία που πρέπει να αλλάξουν κατεύθυνση, παραγωγικό μοντέλο, να γίνουν πρότυπα, να αξιοποιήσουν άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Την πράσινη ενέργεια, καθώς οι περιοχές αυτές εξακολουθούν να βρίσκονται στο κέντρο των δικτύων διανομής ενέργειας, έχουν εξειδικευμένο προσωπικό, να γίνουν κέντρα για καινούργιες βιομηχανικές επενδύσεις. Να αξιοποιήσουν και άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα τα οποία παραμένουν αναξιοποίητα. Η Ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη δημιουργήσει μια διακυβερνητική επιτροπή για την απολιγνιτοποίηση και θα προσφέρει πολύ συγκεκριμένα κίνητρα σε αυτές τις περιοχές και φορολογικά κίνητρα για νέες παραγωγικές επενδύσεις ώστε η απολιγνιτοποίηση να μην είναι απλά μία απειλή για τους πολίτες αλλά μια ευκαιρία για ένα καλύτερο αύριο χωρίς λιγνίτη και χωρίς τη ρύπανση βέβαια που η εκμετάλλευση του λιγνίτη συνεπάγεται. Δεν αφορά μόνο το διοξείδιο του άνθρακα αφορά δυστυχώς και την ποιότητα ζωής σε περιοχές οι οποίες για πολλές δεκαετίες είναι εξαιρετικά επιβαρυμένες».
Αναφερόμενος στη ΔΕΗ, ο κ. Μητσοτάκης είπε πως: «Η μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία, την παραλάβαμε πριν από 8 μήνες στα πρόθυρα περίπου της χρεοκοπίας. Κάναμε ένα πολύ γρήγορο «turn around». Είναι μια επιχείρηση η οποία σήμερα ατενίζει το πράσινο μέλλον με αισιοδοξία. Φιλοδοξεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην απολιγνιτοποίηση, στην πράσινη ενέργεια και φυσικά στην ηλεκτροκίνηση, στην οποία έχει το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα να μπορεί να δρομολογήσει γρήγορα ένα δίκτυο ανάπτυξης σταθμών φόρτισης, οι οποίοι μεσοπρόθεσμα πρέπει να ξεπεράσουν τις 10.000. Και γι’ αυτό και θεωρώ και εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι υπογράφεται εδώ πέρα στο Βερολίνο εμβληματική συμφωνία μεταξύ της ΔΕΗ και της RWE στον τομέα της απολιγνιτοποίησης και της ανάπτυξης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Η ΔΕΗ έχει το μέγεθος, τις τεράστιες εκτάσεις, το περιβάλλον – γη, ήλιο, άνεμο – το εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό για πολλές κοινές «πράσινες» δράσεις. Η RWE διαθέτει πλούσια παράδοση, σοβαρότατη τεχνογνωσία στην κατασκευή μονάδων παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Είναι μια συνεργασία η οποία μπορεί πραγματικά να αποδεχθεί εξαιρετικά επικερδής και σημαντική για τις δύο επιχειρήσεις και για τις δύο χώρες», κατέληξε.