Οριστικό τέλος στην επιλογή κομματικών φίλων για καίριες θέσεις διοικητών στο Δημόσιο επιδιώκει να βάλει το νέο νομοσχέδιο που κατατίθεται σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής, όπως επεσήμανε από το βήμα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Όποιος έχει εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του δεν έχει να φοβάται τίποτα» επεσήμανε.
«Τα στελέχη που διεκδικούν την ηγεσία ενος φορέα πρέπει να έχουν σπουδές και εμπειρία συναφή με το αντικείμενό τους. Να έχουν δοκιμαστεί σε θέσεις ευθύνης για να συνδυάζουν τη θεωρία με την πράξη» πρόσθεσε.
«Ήρθε η ώρα να κάνουμε ένα σημαντικό βήμα για την αποκομματικοποίηση του κράτους» ξεκαθάρισε.
«Ο βασικός λόγος που προχωρούμε σε αυτή τη μεταρρύθμιση είναι να καταστήσουμε τις διοικήσεις στο Δημόσιο πιο ελκυστικές», τόνισε, σημειώνοντας πως η επιτυχία του θα κριθεί από το πόσοι νέα και ικανά στελέχη και του ιδιωτικού τομέα, με εμπειρία, θα ανταποκριθούν σε αυτό.
Παράλληλα, έκανε γνωστό πως εισάγονται «δομημένα test δεξιοτήτων, τα οποία αφορούν τις βασικές αρχές της διοίκησης και κατά πόσο μπορούν να ανταποκρίνονται στις θέσεις ευθύνης».
«Πρώτα θα υπάρχουν τα λεγόμενα on off κριτήρια και σε αυτά θα λαμβάνονται υπόψη οι σπουδές και η εργασιακή εμπειρία. Από εκεί και πέρα ένα διπλό σύστημα μοριοδότησης από τον ΑΣΕΠ με τα τεστ δεξιοτήτων και τη συνέντευξη»,
Ο στόχος είναι να τοποθετείται ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, σημειώνει.
Για το λόγο αυτό, επίσης, στη συνέντευξη που διενεργείται από την επιτροπή επιλογής θα μετέχουν οι επτά από τους 15 επικρατέστερους.
Δείτε την ομιλία του πρωθυπουργού:
Παράλληλα, από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός εξήγγειλε πως πριν το τέλος του 2024 αναμένεται μια συνολική προκήρυξη για την πλήρωση των θέσεων των διοικητών νοσοκομείων.
Ολόκληρη η ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το υπό συζήτηση νομοσχέδιο για τον τρόπο ανάδειξης των Διοικήσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα πιστεύω ότι συνιστά μία πραγματική τομή στη σχέση κυβερνήσεων και του πολιτικού συστήματος με τον κρατικό μηχανισμό.
Γιατί, καθιερώνοντας ένα αξιοκρατικό πλαίσιο, τον στεγανοποιεί πλέον από γνωστές κομματικές παρεμβάσεις. Απελευθερώνει έτσι για πρώτη φορά τις υπηρεσίες και τη λειτουργία τους και δημιουργεί τις συνθήκες ώστε αυτές να εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο τον πολίτη.
Με τις νέες ρυθμίσεις οι Διοικητές εκατοντάδων νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου παύουν πια να είναι αποκλειστική προσωπική επιλογή του Υπουργού, όπως σε μεγάλο βαθμό ίσχυε μέχρι πρόσφατα.
Και στο εξής, η ιεραρχία του διοικητικού κορμού της χώρας δεν θα καθορίζεται μόνο από την κυβέρνηση, αλλά και από τις ικανότητες και την εμπειρία των υποψηφίων, πάντα σε σχέση με τις ανάγκες του τομέα στον οποίον καλούνται να υπηρετήσουν. Μια κατεύθυνση που δρομολογήθηκε και πάλι με δικό μας νόμο την προηγούμενη τετραετία, ο οποίος έκανε τα πρώτα βήματα για να αποδεσμεύσει το Δημόσιο από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Σήμερα, ερχόμαστε και βελτιώνουμε, ενισχύουμε αυτό το θεσμικό πλαίσιο και κάνουμε πιστεύω μία καίρια μεταρρύθμιση στον συνολικό τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Ξεπερνώντας πλέον προβλήματα εφαρμογής τα οποία είχαμε εντοπίσει στο προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, ολοκληρώνουμε αυτήν την σημαντική παρέμβαση.
Από τον έως τώρα κοινοβουλευτικό διάλογο αναδείχθηκαν νομίζω όλες οι σημαντικές πτυχές αυτής της νέας πρωτοβουλίας. Επιτρέψτε μου να εστιάσω σε τέσσερις που πιστεύω ότι αναδεικνύουν τη βούλησή μας, τη φιλοδοξία μας να βελτιώσουμε ουσιαστικά την απόδοση της κρατικής μηχανής, αλλά να μπορέσουμε να προσελκύσουμε και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα στελέχη τα οποία ενδεχομένως στο παρελθόν να αποθαρρύνονταν από τις ισχύουσες ή παλιές πρακτικές επιλογές στελεχών.
Από τη μια πλευρά, λοιπόν, θέτουμε πια συγκεκριμένους στόχους και από την άλλη εισάγουμε διαδικασίες που απελευθερώνουν τις δυνάμεις της δημόσιας διοίκησης, ώστε το έργο της να γίνει πιο παραγωγικό.
Ας αναφέρω, λοιπόν, σύντομα τις σημαντικές τομές οι οποίες εισάγονται με το προς ψήφιση νομοσχέδιο και οι οποίες έχουν παρουσιαστεί ήδη εκτενώς και από την Υπουργό και από τον εισηγητή μας, αλλά και από τους συναδέλφους μας στην Επιτροπή και στην αρχή της συζήτησης στην Ολομέλεια.
Πρώτον, η ευθύνη πια της πρώτης αξιολόγησης των σχεδόν 600 επικεφαλής των δημοσίων φορέων περνάει πια στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού. Και μάλιστα, αυτή τη βασική σφραγίδα αξιοκρατίας συνοδεύουν πια και ουσιαστικά εχέγγυα, για να μπορούμε ταυτόχρονα με την αξιοκρατία να έχουμε και γρήγορα αποτελέσματα.
Για παράδειγμα, οι οργανισμοί πια χωρίζονται σε οργανισμούς πανελλαδικής και τοπικής εμβέλειας, ενώ μια τρίτη ειδική κατηγορία -θα μιλήσω στη συνέχεια γι’ αυτό- αφορά τα νοσοκομεία μας. Και έτσι θα γίνεται, ειδικά για τα νοσοκομεία, μία συνολική προκήρυξη αντί για τις εκατοντάδες που γίνονταν μέχρι σήμερα για κάθε θέση ξεχωριστά.
Και μάλιστα, συζητώντας με την Υπουργό και θέτοντας τους στόχους εφαρμογής της νομοθεσίας μετά την ψήφισή της, απόλυτη προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι να ξεκινήσουμε με αυτήν την πρώτη προκήρυξη για τους Διοικητές των νοσοκομείων, με φιλοδοξία αυτή να έχει εκδοθεί σίγουρα πριν το τέλος του χρόνου.
Επίσης, για να μην χάνεται χρόνος, οι αξιολογήσεις μπορούν πια να προχωρούν ταυτόχρονα από διαφορετικές επιτροπές -ήταν και αυτό ένα πρόβλημα του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου- και σε κάθε περίπτωση όλα τα στάδια ελέγχου θα έχουν πια συγκεκριμένες αυστηρές προθεσμίες μέσα στις οποίες αυτές θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί.
Με άλλα λόγια, αντιμετωπίζεται τόσο το πρόβλημα των διαδοχικών επιλογών όσο και των ενστάσεων που μέχρι σήμερα άνοιγαν διαρκώς νέους γραφειοκρατικούς κύκλους. Με τα πάντα πια να εντάσσονται σε ένα σαφές χρονοδιάγραμμα.
Βήμα δεύτερο και πολύ σημαντικό: ποιο είναι το προφίλ των υποψηφίων που ζητούμε να αξιολογήσουμε για να στελεχώσουν φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Τα στελέχη που διεκδικούν την ηγεσία ενός φορέα πρέπει να έχουν σπουδές και εργασιακή εμπειρία που με κάποιο τρόπο να πιστοποιεί συνάφεια με το αντικείμενό τους. Και πρέπει να έχουν, ναι, και μία εύλογη εμπειρία, να έχουν δοκιμαστεί για ένα ικανό διάστημα σε θέσεις ευθύνης, διοικητικές θέσεις, έτσι ώστε να μπορούν να συνδυάζουν τη θεωρία με την πράξη. Να διατηρούν επαφή με διεθνείς καλές πρακτικές έτσι ώστε να μπορούν να τις αξιοποιούν αυτές στο στίβο του ελληνικού Δημοσίου.
Και νομίζω ότι είναι καιρός πια να βάλουμε ένα οριστικό τέλος σε μία πρακτική που -ας μην κοροϊδευόμαστε, να είμαστε ειλικρινείς με τους πολίτες οι οποίοι μας ακούν- συνέβαινε για πολλές δεκαετίες στη χώρα μας, να επιλέγονται, παραδείγματος χάριν, Διοικητές νοσοκομείων κομματικοί φίλοι ή αυτή η επιλογή να γίνεται σε συνεννόηση με τους τοπικούς βουλευτές χωρίς να υπηρετείται το μείζον. Και το μείζον εν προκειμένω είναι να τοποθετηθεί ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.
Τα λέω αυτά όχι για να ζητήσω ετεροχρονισμένα ευθύνες, όσο για να τονίσω ότι αυτές είναι παθογένειες δεκαετιών, να σταθώ αυτοκριτικά στο όνομα όλων των κυβερνήσεων -μην κοροϊδευόμαστε, αυτά γίνονταν από όλες τις κυβερνήσεις- που κατά καιρούς υπέκυψαν σε αυτές, αν όχι οριζόντια, σίγουρα κατά περίπτωση. Αλλά νομίζω ότι έχει έρθει πια η ώρα όλοι μαζί να κάνουμε ένα σημαντικό βήμα για την αποκομματικοποίηση του κράτους. Και ακριβώς αυτήν την προσπάθεια υπηρετεί το νομοσχέδιο το οποίο συζητούμε σήμερα.
Τρίτη καινοτομία του νέου συστήματος είναι ένα εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται κατά κόρον από διεθνείς οργανισμούς, από άλλες δημόσιες διοικήσεις του εξωτερικού. Χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον ιδιωτικό τομέα, το χρησιμοποιούν στη χώρα μας όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις.
Μιλάω για τα δομημένα τεστ δεξιοτήτων, τα οποία αφορούν βασικές δεξιότητες, την ικανότητα διαχείρισης μίας κρίσης, τις βασικές αρχές της διοίκησης και ουσιαστικά να δούμε κατά το πόσο οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να ανταποκρίνονται στις αυξημένες απαιτήσεις που συνεπάγονται σήμερα οι θέσεις ευθύνης.
Και επειδή άκουσα και μία έντονη κριτική για τα τεστ δεξιοτήτων, θα πω μόνο ότι όποιος έχει εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από μια τέτοια διαδικασία. Δοκιμασμένη διαδικασία, επαναλαμβάνω, σε δημόσιες διοικήσεις του εξωτερικού και στον ιδιωτικό τομέα.
Έχει έρθει η ώρα πια και στην χώρα μας να μπορούμε να εισάγουμε τέτοια σύγχρονα εργαλεία διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και στην ελληνική δημόσια διοίκηση.
Όπως είπα, ο στόχος είναι σαφής: να τοποθετείται ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, ώστε να είναι μετά κατάλληλο και το έργο το οποίο θα παράγει ο κάθε φορέας.
Αυτός είναι και ένας λόγους που υπάρχει και ο θεσμός της συνέντευξης από την Επιτροπή Επιλογής. Σε αυτήν, όμως, θα μετέχουν μόνο οι επτά από τους δεκαπέντε επικρατέστερους, με βάση τα κριτήρια του ΑΣΕΠ. Ένα πρόσθετο στοιχείο που διασφαλίζει, δηλαδή, την καλύτερη δυνατή τελική απόφαση.
Με άλλα λόγια, για να εξηγήσω απλά, ακόμα πιο απλά, το σύστημα το οποίο προκρίνουμε: πρώτα, θα υπάρχουν τα λεγόμενα «on – off» κριτήρια. Βασικά κριτήρια καταλληλότητας, αν κάποιος υποψήφιος πληροί κάποιες βασικές προδιαγραφές για να μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υποψήφιος. Και σε αυτά τα «on – off» κριτήρια, ανάλογα και με το μέγεθος του οργανισμού, θα λαμβάνονται υπόψιν οι σπουδές και η εργασιακή εμπειρία, πάντα με τη σχετική συνάφεια.
Από εκεί και πέρα, ένα διπλό σύστημα αξιολόγησης, με μοριοδότηση από τον ΑΣΕΠ, λαμβάνει υπόψιν του τα στοιχεία του τεστ δεξιοτήτων και ναι, η συνέντευξη είναι και αυτή απολύτως απαραίτητη. Είναι ένα δοκιμασμένο εργαλείο για να μπορέσουν αυτοί οι οποίοι θα κάνουν τη συνέντευξη να κρίνουν άλλες δεξιότητες οι οποίες τελικά δεν μπορούν να εκτιμηθούν από άλλους τρόπους αξιολόγησης προσώπων.
Το τέταρτο βήμα, στο οποίο αποδίδω εξίσου μεγάλη σημασία, είναι ο δρόμος για την επίτευξη του τελικού αποτελέσματος, άπαξ και κάνουμε την επιλογή των νέων διοικήσεων.
Οι νέοι διοικητές των οργανισμών του Δημοσίου θα πρέπει, μαζί με τους πολιτικούς προϊστάμενους, να καταρτίζουν ετήσια σχέδια δράσης και να προσδιορίζουν και μετρήσιμους στόχους.
Θα πρέπει να δεσμεύονται από συμβόλαια αξιολόγησης και με βάση αυτά θα αξιολογούνται κάθε χρόνο. Και ναι, αν πετυχαίνουν ή και αν ξεπερνούν τους χρόνους, θα μπορούν να επιβραβεύονται με πριμ παραγωγικότητας, όταν πράγματι η απόδοσή τους υπερβαίνει τη στοχοθεσία η οποία έχει τεθεί από κοινού με τον πολιτικό προϊστάμενο. Ή θα μπορούν και να απομακρύνονται, εάν αποτυγχάνουν σε όσα ανέλαβαν να κάνουν.
Αλλά για να το πω αυτό, όταν απομακρύνεται κάποιος γιατί δεν πέτυχε τους στόχους, ο Υπουργός στη συνέχεια είναι υποχρεωμένος να επιλέξει από τους δύο εναπομείναντες τους οποίους η ίδια διαδικασία έχει προκρίνει, ώστε να γνωρίζει ότι δεν μπορεί στη συνέχεια να ξεκινήσει η διαδικασία από την αρχή ή να επιλέξει όποιον αυτός θέλει. Θα είναι πάντα περιορισμένος, από αυτό το μικρό υποσύνολο τριών υποψηφίων τους οποίους η διαδικασία έχει κρίνει ότι και οι τρεις, ναι, θα ήταν κατάλληλοι για να μπορέσουν να φέρουν εις πέρας την αποστολή της συγκεκριμένης θέσης.
Με άλλα λόγια, το νομοσχέδιο παραπέμπει σε όσους ξέρουν και μπορούν, στους ικανούς να εργαστούν και να διακριθούν, και όχι σε εκείνους που αναζητούν ένα δημόσιο πόστο απλά για να «βολευτούν». Πολύ περισσότερο όταν έχουμε υψηλές απαιτήσεις από τους επικεφαλής κρατικών οργανισμών. Διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, αναλαμβάνουν βαριές ευθύνες, γι’ αυτό και η διαφάνεια θα πρέπει να ξεκινά από την κορυφή της κεντρικής διοίκησης, να φτάνει στη βάση της, έχοντας μετατραπεί σε χειροπιαστό έργο.
Θα έλεγα, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι οι νέες ρυθμίσεις θα μπορούσαν να αποδοθούν με τέσσερις λέξεις: ανεξαρτησία, ικανότητα, έλεγχος και αποτελεσματικότητα. Είναι μία μεγάλη προσπάθεια για το Ελληνικό Δημόσιο να απεξαρτηθεί από κομματικά συμφέροντα, αλλά κυρίως να αποκτήσει νέα στελέχη, άξια στελέχη, σε κρίσιμες θέσεις. Να εισάγει νέες μορφές σύγχρονου management, με σαφείς προτεραιότητες, σαφείς στόχους, προσανατολισμένο πάντα στην εξυπηρέτηση του πολίτη. Και όλα αυτά με καθαρούς κανόνες και κυρίως με ανοιχτά χαρτιά.
Προσέξτε όμως -κι εδώ έχουμε μία σημαντική διαφορά με κάποιες απόψεις τις οποίες άκουσα να εκφράζονται από στελέχη της αντιπολίτευσης-, με την σημερινή μεταρρύθμιση το κράτος απελευθερώνεται, το κράτος δεν αυτονομείται. Γι’ αυτό και η πολιτική ευθύνη εξακολουθεί να βαραίνει τον πολιτικό προϊστάμενο, τον Υπουργό, ο οποίος έχει την αρμοδιότητα του κάθε φορέα.
Η ευθύνη της τελικής επιλογής ανάμεσα, όπως είπα, σε ένα υποσύνολο τριών υποψηφίων, ανήκει και πρέπει κατά την άποψή μας να εξακολουθεί να ανήκει στον πολιτικό προϊστάμενο. Αλλιώς θα μιλούσαμε για κάτι άλλο, θα μιλούσαμε για διοίκηση τεχνοκρατών, μακριά από τον έλεγχο της κοινωνίας. Τα τυχόν λάθη να μετακυλίονται και μετά να χάνονται σε έναν λαβύρινθο συνυπευθυνότητας, σε έναν λαβύρινθο που συχνά ξέρουμε ότι καταλήγει και σε ένα χάος ανευθυνότητας.
Το ξαναλέω, λοιπόν, ο αρμόδιος Υπουργός θα επιλέγει τον υποψήφιο που θεωρεί καταλληλότερο ανάμεσα στους τρεις κορυφαίους που θα υποδεικνύει η Επιτροπή από τους επτά της τελικής επιλογής, ύστερα από τα πολλαπλά στάδια αυτής της διαδικασίας. Και βέβαια, ο Υπουργός, ο πολιτικός προϊστάμενος, είναι αυτός που θα εγκρίνει τα σχέδια, τους στόχους, τους προϋπολογισμούς των διοικήσεων.
Ο ίδιος, άλλωστε, είναι αυτός ο οποίος τελικά θα αξιολογεί και τους διοικητές και θα εξετάζει την πορεία υλοποίησης των στόχων και αυτός ο οποίος θα προχωρεί στην επιβράβευση ή και στον έλεγχο των αρμοδίων σε περίπτωση που οι στόχοι δεν έχουν επιτευχθεί.
Με άλλα λόγια, η αξιοκρατία και η αξιολόγηση εισάγονται για να προστατεύουν το κράτος όσο και τα στελέχη που θα καταλαμβάνουν κομβικές θέσεις στο Δημόσιο.
Η μεν Πολιτεία εντάσσοντας στο δυναμικό της ένα ικανό δυναμικό ανθρώπων το οποίο θα μπορεί να βελτιώσει τις υπηρεσίες της, οι δε τεχνοκράτες αποκτώντας ένα πεδίο δράσης με ανοιχτό ορίζοντα χωρίς να εξαρτώνται από πιθανές αλλαγές Υπουργών -που μπορεί πάντα να συμβαίνουν στη διάρκεια μιας κυβερνητικής θητείας-, με μοναδικό κριτήριο πάντα τη συγκεκριμένη στοχοθεσία, την παραγωγή θετικού έργου υπέρ του πολίτη.
Ο βασικός λόγος που προχωρούμε σε αυτή τη διαδικασία, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι για να μπορέσουμε να καταστήσουμε την ελληνική διοίκηση ελκυστικότερη σε ανθρώπους με γνώσεις και εμπειρία που μέχρι σήμερα δίσταζαν να εμπλακούν στα γρανάζια της.
Και καταλαβαίνω απόλυτα την επιφυλακτικότητα αυτή. Σκεφτείτε ένα νέο παιδί το οποίο, παραδείγματος χάρη, μπορεί να έχει σπουδάσει επιστήμες υγείας, να έχει κάποια υπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα, αλλά που δεν έχει καμία πολιτική παρέμβαση ή που θεωρεί δικαίως ή αδίκως στο δικό του το μυαλό, ότι και αν εμπλακεί σε αυτή τη διαδικασία δεν θα κριθεί ποτέ τελικά αξιοκρατικά διότι πάντα κάπου θα κοπεί στην πορεία, διότι θα υπάρξει κάποια πολιτική παρέμβαση.
Ακριβώς σε αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να μιλήσουμε σήμερα και να τους πούμε ναι, δείτε τις προκηρύξεις, θέστε υποψηφιότητα, αξιολογηθείτε αντικειμενικά. Και η επιτυχία, τελικά, του νομοσχεδίου θα κριθεί από τη δυνατότητά μας να φέρουμε περισσότερους τέτοιους ανθρώπους μέσα στο οικοσύστημα της δημόσιας διοίκησης.
Κάποιοι από αυτούς μπορεί να είναι άνθρωποι που να απέκτησαν εμπειρία στο εξωτερικό και να θέλουν να επαναπατριστούν για να προσφέρουν στον τόπο. Αλλά και στελέχη που υπηρετούν στον ιδιωτικό τομέα θα έχουν τη δυνατότητα πια και αυτά να συμβάλουν στη δημόσια ζωή. Και τα στελέχη του ιδιωτικού τομέα, συνηθισμένα σε άλλους τρόπους αξιολόγησης, πιο αξιοκρατικούς, είναι τα πρώτα τα οποία θα πρέπει να πειστούν ότι πράγματι αυτή η νέα διαδικασία θα πληροί τις υψηλές προϋποθέσεις αξιοκρατίας τις οποίες θέτουμε.
Βάζουμε ψηλά τον πήχη των φιλοδοξιών μας και πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι ακριβώς θα μπορέσουμε αυτόν τον πήχη να τον ξεπεράσουμε, με ένα μεγάλο άλμα ή μία μεγάλη φυγή προς τα εμπρός.
Είναι μία αλλαγή παραδείγματος. Ένα κράτος το οποίο δεν είναι πια λάφυρο των κομμάτων, δεν είναι οι υπηρεσίες του πεδία διορισμών και βολέματος ημετέρων. Και με παγιωμένο άλλοθι πάντα την ανώνυμη γραφειοκρατία. Η ανώνυμη γραφειοκρατία γίνεται τελικά «η εξουσία του κανενός». Γι’ αυτό και πρέπει να υπάρχει ξεκάθαρη πολιτική λογοδοσία.
Έχω τονίσει ότι κατά την πρώτη τετραετία ανακουφίσαμε την κοινωνία από φόρους και βάρη που της είχε επιβάλλει η προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ παράλληλα ανατάξαμε μια καθηλωμένη οικονομία, διαχειριζόμενοι στην πορεία αλλεπάλληλες πολύ σοβαρές κρίσεις.
Και πράγματι, η Ελλάδα του 2023 είναι μία χώρα πολύ διαφορετική, τολμώ να πω πολύ καλύτερη από την Ελλάδα του 2019. Πρωταγωνιστής στην Ευρώπη σε ρυθμούς ανάπτυξης, στη μείωση της ανεργίας, στη μείωση του δημόσιου χρέους.
Απέκτησε ήδη την επενδυτική βαθμίδα, όπως ακριβώς είχα δεσμευτεί προεκλογικά. Είχα πει ότι εντός τριών μηνών η Ελλάδα θα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα και την αποκτήσαμε. Και αυτή είναι μια επιτυχία όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά όλης της χώρας, όλου του ελληνικού λαού. Το γεγονός ότι έκλεισε πια ένα πολύ επώδυνο και τραυματικό κεφάλαιο, με την πλήρη κανονικοποίηση πια του τρόπου με τον οποίον οι αγορές βλέπουν το ελληνικό αξιόχρεο.
Ταυτόχρονα, το διαθέσιμο εισόδημα έχει βελτιωθεί. Είναι ένα σημαντικό ανάχωμα απέναντι στη διεθνή ακρίβεια και θα εξακολουθούμε να στηρίζουμε το διαθέσιμο εισόδημα με μόνιμες αυξήσεις αλλά και με στοχευμένες ενισχύσεις στους πιο ευάλωτους. Όμως, ξέρω πολύ καλά ότι οι προσδοκίες των πολιτών είναι πολύ περισσότερες.
Αν, λοπόν, στην πρώτη μας θητεία, χρέος ήταν να θεραπεύσουμε πληγές του άμεσου παρελθόντος, στη δεύτερη θητεία οφείλουμε να ξεριζώσουμε τις αιτίες που τις προκαλούν.
Και σε αυτόν τον στόχο κατατείνουν και οι νέες ρυθμίσεις τις οποίες εισηγούμαστε σήμερα για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Είναι μία όψη μόνο του πολυδύναμου εκσυγχρονισμού για τον οποίο είχα την ευκαιρία να μιλήσω και στις Προγραμματικές Δηλώσεις της Κυβέρνησης, πριν από περίπου 120 μέρες. Είναι ένα σχέδιο το οποίο δεν αφορά μόνο το Δημόσιο τις αυξήσεις μισθών και συντάξεων που έρχονται, πολύ σημαντικές. Για πρώτη φορά οι δημόσιοι υπάλληλοι θα δουν σημαντικές αυξήσεις μετά από 12 χρόνια. Ούτε στις θεσμικές αλλαγές που ήδη δρομολογούνται στην υγεία, στην εργασία.
Παρεμβαίνουμε πια στον πυρήνα του κράτους, που συνδέεται με την καθημερινότητά του, από την παροχή υπηρεσιών στα νοσοκομεία, την ασφάλιση, τις συγκοινωνίες. Γι’ αυτό και η σημερινή νομοθετική πρωτοβουλία δεν συνιστά μόνο μια κίνηση εξορθολογισμού του τρόπου λειτουργίας της διοίκησης, είναι μια συνειδητή πολιτική επιλογή ώστε ελεύθερη πια από πελατειακές δεσμεύσεις να στρατευτεί στην υπηρεσία του πολίτη.
Έχουμε αποδείξει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα. Έχουμε αποδείξει ότι το ελληνικό κράτος, ναι, μπορεί να αλλάξει και δεν είναι πάντα δέσμιο αγκυλώσεων, παθογενειών που έρχονται από το βαθύ παρελθόν.
Θυμηθείτε το gov.gr. Πώς ξεκίνησε και τι επανάσταση κατάφερε να συντελέσει στις σχέσεις του πολίτη, του επιχειρηματία με το κράτος.
Θυμηθείτε την εκστρατεία εμβολιασμού. Πώς καταφέραμε και διεκπεραιώσαμε μια άρτια οργανωμένη εκστρατεία, την οποία σχεδιάσαμε από το μηδέν, χρησιμοποιώντας αυτές τις κρατικές δομές, τις οποίες ο κόσμος συχνά κριτικάρει.
Θυμηθείτε το παράδειγμα -έχει μεγάλη αξία- του νέου ΕΦΚΑ. Όταν κάναμε μια σειρά από παρεμβάσεις και χρησιμοποιήσαμε ουσιαστικά και τον ΕΦΚΑ ως ένα εργαστήρι δοκιμών τεχνικών του σύγχρονου management. Παραδείγματος χάριν, με καλύτερη επιβράβευση δημοσίων υπαλλήλων για επίτευξη στόχων που είναι απολύτως μετρήσιμοι. Κάτι αντίστοιχο ακριβώς θα γίνει τώρα και με τις παρεμβάσεις που θα κάνουμε με το Κτηματολόγιο.
Ο σκοπός, λοιπόν, είναι αυτήν την εμπειρία πια να μπορέσουμε να τη γενικεύσουμε σε όλες τις εκφάνσεις της λειτουργίας του κράτους.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, δεν θα σταθώ σε κάποιες αστήρικτες κατηγορίες από πλευράς αντιπολίτευσης περί ευνοιοκρατίας, κομματισμού, καθώς νομίζω ότι οι ίδιες οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου τις καταρρίπτουν.
Τι κομματισμός είναι αυτός, όταν τελικά ο πολιτικός προϊστάμενος δεν μπορεί να παρεμβαίνει καθόλου έως ότου του έρθουν στο γραφείο του τρία βιογραφικά. Και αυτό θα γίνει με την ενεργή εμπλοκή του ΑΣΕΠ.
Το ίδιο εύκολα ξεπερνώ και ενστάσεις για τη συνέντευξη. Ξέρετε, τα έχω ακούσει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πάρα πολλές φορές αυτά, από την εποχή που ήμουν Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός τρόπος αξιολόγησης προσωπικού στον κόσμο -να μου δείξετε έναν- που να μην συμπεριλαμβάνει κάποια στιγμή, κάπου, μια διαδικασία φυσικών ερωτωαπαντήσεων, συνέντευξης δηλαδή, με κάποιον ο οποίος θα μπορεί να αξιολογήσει όλα αυτά τα οποία δεν μπορεί να δει, ενδεχομένως, στο χαρτί από ένα βιογραφικό ή από ένα τεστ.
Και βέβαια, η συνέντευξη μοριοδοτείται πολύ συγκεκριμένα. Δεν είναι αυτό το οποίο μπορεί να αλλάξει όλα τα δεδομένα. Όλα αυτά είναι καθορισμένα και τα έχει εξηγήσει η Υπουργός πολύ αναλυτικά.
Και βέβαια, θεωρώ ανάξια σχολιασμού κάποια τα οποία ακούστηκαν από επίσημα χείλη -ελπίζω να μην τα ξανακούσουμε σήμερα-, ότι Διοικητές πρέπει να επιλέγονται από το προσωπικό ή από τους συνδικαλιστές. Τα έχουμε δει αυτά, τα δοκιμάσαμε στην πράξη. Όχι, ευχαριστώ. Αυτές τις εποχές τις αφήσαμε για καλά πίσω μας.
Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι μέχρι τα τέλη του έτους, και εκεί θα δοκιμαστεί το νέο νομοσχέδιο στην πράξη: πρώτη προκήρυξη για τους Διοικητές, τους επικεφαλής των νοσοκομείων.
Και κάτι ακόμα, το οποίο νομίζω ότι είναι σημαντικό και θα ήθελα να το εξαγγείλω σήμερα. Νομίζω ότι γίνεται μία εύλογη κριτική για τις απολαβές ανθρώπων τους οποίους καλούμαστε να προσελκύσουμε από τον ιδιωτικό τομέα, με απολαβές οι οποίες αντικειμενικά είναι πολύ-πολύ χαμηλότερες από τις απολαβές του ιδιωτικού τομέα.
Κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό. Προφανώς και το Δημόσιο δεν μπορεί ποτέ να πληρώνει τις ίδιες απολαβές με τον ιδιωτικό τομέα. Δεν συμβαίνει πουθενά, με κάποιες εξαιρέσεις, όπως ενδεχομένως η Σιγκαπούρη, που έχει τελείως άλλα συστήματα αμοιβής του πολιτικού προσωπικού.
Όμως, είναι μία πραγματικότητα αυτή, ότι αν θέλουμε να προσελκύσουμε, παραδείγματος χάρη, κάποιο στέλεχος του ιδιωτικού τομέα για να του ζητήσουμε να πάει Διοικητής σε ένα νοσοκομείο, οι αμοιβές δεν μπορούν να είναι τόσο χαμηλές όσο είναι σήμερα.
Γι’ αυτό και θα αυξήσουμε τις αμοιβές των Διοικητών των οργανισμών εθνικής εμβέλειας και των μεγάλων νοσοκομείων στο ύψος των απολαβών του Γενικού Γραμματέα. Είναι μία σημαντική αναβάθμιση και αντίστοιχη αύξηση θα υπάρχει και για τους Διοικητές των μικρότερων οργανισμών.
Και βέβαια, θα ήθελα να προσθέσω σε αυτό τη δυνατότητα να παίρνει κανείς ακόμα μεγαλύτερες απολαβές σε περίπτωση που επιτυγχάνει στόχους και σε αυτή την περίπτωση θα μπορεί να αμείβεται και με το πριμ παραγωγικότητας.
Είναι λοιπόν καιρός, και κλείνω με αυτό κ. Πρόεδρε, μπροστά στις προκλήσεις του 21ου αιώνα ο τόπος να αποκτήσει έναν διοικητικό κορμό που να συμβαδίζει με την εποχή και τις ανάγκες της. Δεν είναι εύκολο να αλλάξουν δομές, διαδικασίες, συμπεριφορές, αντιλήψεις, προκαταλήψεις που έχουν διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες.
Νομίζω, όμως, ότι η αρχή έγινε. Δεν χωρούν άλλες αναβολές. Η μεταρρύθμιση η δική μας είναι ταυτόχρονα μία μεταρρύθμιση που θα έχει αντίκτυπο στην καθημερινότητα όλων των Ελλήνων πολιτών. Σας ζητώ, λοιπόν, να στηρίξετε -τουλάχιστον επί της αρχής- το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών με το οποίο γίνεται ένα καθοριστικό πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.
Είναι κάτι το οποίο το χρωστάμε στη χώρα. Έχει ανάγκη να κινητοποιήσει όλες τις αναπτυξιακές της δυνάμεις, κυρίως έχει την ανάγκη να μπορέσει να επιστρατεύσει και να προσελκύσει στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα, όπως είπα, ανθρώπους, κυρίως νέους ανθρώπους, οι οποίοι μέχρι στιγμής έβλεπαν την εμπλοκή τους με το ευρύτερο δημόσιο με πολύ μεγάλη επιφυλακτικότητα.
Και για αυτούς τους ανθρώπους, συχνά αυτό το οποίο ακούγαμε και η κριτική που μας ασκούσαν δεν αφορούσε μόνο τις αμοιβές. Αφορούσε τις ευκαιρίες, την αξιοκρατία, την αντιμετώπιση ακριβώς αυτών των προκαταλήψεων ότι «τελικά εάν σήμερα είσαι άξιος αλλά δεν ξέρεις κάποιον, δεν έχεις τη δυνατότητα να διακριθείς στο Δημόσιο».
Αυτό πάμε να σπάσουμε. Αυτό υπηρετεί το νομοσχέδιο. Το χρωστάμε, πρώτα και πάνω απ’ όλα, σε αυτούς τους νέους ανθρώπους που θέλουμε να προσελκύσουμε. Το χρωστάμε όμως πάνω απ’ όλα στους πολίτες που θέλουν το κράτος δίπλα τους, με καλύτερες υπηρεσίες, με απόλυτη διαφάνεια, με ανταπόκριση, με φιλικό πρόσωπο. Και πιστεύω ότι το νομοσχέδιο το οποίο συζητούμε σήμερα, κάνει ένα σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.