«Τις προηγούμενες μέρες έγιναν συσκέψεις σε Καλαμάτα, Μεσσήνη και χωριά του Δήμου Καλαμάτας μεταξύ των δύο Δημοτικών Αρχών (ΝΔ) , υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου Δημόσιας τάξης, της Αστυνομικής Διεύθυνσης Μεσσηνίας, προέδρων τοπικών συμβουλίων κ.α. Αποφασίστηκε να δοθεί υπόμνημα στο Υπουργείο και να υπάρξει συνάντηση με τον υπουργό Δημόσιας Τάξης κ. Χρυσοχοϊδη. Τα ίδια ακριβώς δηλαδή που έγιναν το 2020, μια ξαναζεσταμένη σούπα με τα ίδια φθαρμένα υλικά, με τα ίδια μεγάλα λόγια που μας έφεραν σε χειρότερη κατάσταση από το 2020. Τότε με ακριβώς την ίδια σειρά γεγονότων έγιναν συσκέψεις , συναντήσεις με Χρυσοχοϊδη , μετά περισπούδαστες ανακοινώσεις ενάντια στην εγκληματικότητα και τώρα ερχόμαστε μετά από 4 χρόνια σε χειρότερη θέση.
Είναι γνωστά εδώ και πολλά χρόνια τα αξεπέραστα προβλήματα που δημιουργούνται στην κοινωνική και οικονομική ζωή των εργαζομένων και όλων των κατοίκων του Δήμου Μεσσήνης, των Δημοτικών Ενοτήτων Αρφαρών – Θουρίας- Άρι αλλά και στην πόλη της Καλαμάτας από την συνεχώς αυξανόμενη εγκληματικότητα. Τις συνέπειες της συνεχιζόμενης και αυξανόμενης παραβατικότητας τις βιώνουν καθημερινά οι κάτοικοι όλων των χωριών.
Συνεχίζονται οι κλεψιές σε σπίτια, αυτοκίνητα, αποθήκες, κτήματα κ.λπ.
Αποκλειστικά υπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάσταση είναι η κυβέρνηση, καθώς και οι Περιφερειακές και Δημοτικές Αρχές.
Κατάργησαν τα αστυνομικά τμήματα στα χωριά και αρνούνται την επανασύστασή τους. Συμφωνούμε με κινήσεις κατοίκων που ζητούν αστυνομικά τμήματα σε κεφαλοχώρια , μέτρο όμως που δεν συζητείται καν από τις δημοτικές αρχές και από το Υπουργείο.
Προφανώς δεν φτάνουν οι αστυνομικοί να επανδρώσουν τα αστυνομικά τμήματα στα χωριά και στις πόλεις , γιατί πρώτο μέλημά τους είναι η καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων, η φύλαξη εκδοτών και επιχειρηματιών, η παρουσία της αστυνομίας στις κινητοποιήσεις των αγροτών και των φοιτητών, γιατί απασχολούνται με του πλειστηριασμούς και τις εξώσεις ανέργων, φτωχών και υπέργηρων από τα σπίτια τους, υπερασπιζόμενοι τα κοράκια των τραπεζών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πως σε έξωση εργαζόμενης «παρευρέθηκαν» δεκάδες αστυνομικοί για να μην χάσουν τα funds το σπίτι.
Όλοι τους στις συσκέψεις και στις ανακοινώσεις τους για να απαλλαγούν από τις ευθύνες τους, φανερά ή κρυφά δείχνουν ως μοναδικούς υπεύθυνους τους Ρομά. Η μήτρα που γεννά την εγκληματικότητα εντός της κοινότητας των Ρομά δεν είναι άλλη από την φτώχεια και την αποστέρηση, από το θεσμικό ρατσισμό από το ίδιο το κράτος, από την έλλειψη πρόσβασης σε κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης, στη Υγεία στην Εκπαίδευση και την αξιοπρεπή εργασία. Παράλληλα η εισδοχή τους στο κόσμο των ναρκωτικών και στο «βαρύ έγκλημά» έχει δώσει αμέτρητα κέρδη σε «μπαλαμούς» που κάνουν τη βρώμικη δουλειά χωρίς να φαίνονται. Επίσης είναι γνωστό ότι τα εγκληματικά κυκλώματα είναι διασυνδεδεμένα με τμήματα ή θύλακες του κρατικού μηχανισμού που πότε τα στηρίζουν και συμμετέχουν ενεργά και άλλοτε προσφέρουν τις υπηρεσίες τους κάνοντας τα στραβά μάτια. Την ίδια ώρα όλες οι Ελληνικές κυβερνήσεις αξιοποίησαν τους Ρομά ως εξιλαστήριο θύμα για κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα, για να κρύβεται εν τέλει η δική τους ευθύνη για την ύπαρξη και διαιώνιση αυτών των προβλημάτων. Οι δημοτικές αρχές , οι δημοτικοί-περιφερειακοί σύμβουλοι , οι βουλευτές και τα κόμματα που κυβέρνησαν όλα τα χρόνια δεν είχαν ταρίφα για κάθε τσιγγάνο από 50 έως 300 ευρώ και τώρα το παίζουν αθώες περιστερές; Δεν τα έχουν κάνει ή δεν τα έχουν ακούσει αυτά;
Είναι διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις που με την πολιτική τους καταδικάζουν τους Ρομά στο περιθώριο και όταν έρχεται στη επιφάνεια με οξύτητα κάποιο κοινωνικό πρόβλημα, τους δείχνουν κυριολεκτικά με το δάχτυλο για να απαλλαγούν οι ίδιοι από το πολιτικό κόστος, καλλιεργώντας παράλληλα την απαράδεκτη επιχειρηματολογία ότι για την άθλια κατάσταση που βιώνουν οι Ρομά φταίνε τα υποτιθέμενα «χαρακτηριστικά της φυλής».
Διεκδικούμε με ευθύνη του κράτους να ξεκινήσει άμεσα ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα κοινωνικής ένταξης των Ρομά, που θα εξασφαλίζει τις βασικές προϋποθέσεις για την αποφασιστική ένταξή τους στην εργασία, την εξασφάλιση στέγης και όρων ζωής που θα ανταποκρίνονται στις δυνατότητες της εποχής, την ισότιμη συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Αν τώρα δεν παρθούν μέτρα για την αντιστροφή της κατάστασης το πρόβλημα θα έρχεται και θα επανέρχεται με μεγαλύτερη οξύτητα και με απρόβλεπτες συνέπειες».