Ο αριθμός της φανέλας αντικατοπτρίζει τα χρόνια καριέρας: Δεκαεννέα, όσα και τα χρόνια παρουσίας στα γήπεδα της Ελλάδας και των χωρών των τεσσάρων κορυφαίων πρωταθλημάτων της Γηραιάς Ηπείρου στα οποία αγωνίστηκε ως ο μοναδικός Έλληνας παίκτης που το έχει πετυχει αυτό.
Ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος δεν ήταν και δεν είναι ένας ordinary player, είναι ο απόλυτος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής που σκέφτεται, τολμάει και κάνει τάκλιν στη ζωή με την ίδια αποφασιστικότητα με την οποία το κάνει και στο χορτάρι.
Ο Sokratis ή Papa, όπως οι περισσότεροι τον γνωρίζουν στο εξωτερικό, είναι το παιδί της κλασικής ελληνικής οικογένειας που πέρασε τα σύνορα, κάνοντας πραγματικότητα ακόμα και τα πιο τρελά του παιδικά όνειρα.
Από πολύ νωρίς στην εντυπωσιακή του πορεία μέχρι και σήμερα, είχε την τύχη να συνεργαστεί με τους κορυφαίους προπονητές του πλανήτη κι έπαιξε σε πολύ υψηλό επίπεδο, έχοντας συμπαίκτες κι αντιπάλους μεγάλα ονόματα της σύγχρονης ιστορίας του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Το SPORT24 έζησε δίπλα του τέσσερα 24ωρα στη Σεβίλλη, πιστοποιώντας την αγάπη των διοικούντων της Μπέτις, αλλά και των φιλάθλων της ισπανικής ομάδας οι οποίοι επιθυμούν να συνεχίσει την καριέρα του φορώντας τα χρώματα των “beticos”.
Σχεδόν στα 36 του ο Papa, κάνει έναν απολογισμό καριέρας, ανοίγει την καρδιά του, ενώ “φλερτάρει” με την ιδέα της αποχώρησης από τα γήπεδα που πλησιαζει για χάρη της οικογένειας.
Ο Καλαματιανός άσσος δεν φοβάται το μέλλον, όπως δεν φοβήθηκε να πει την άποψη του για όλα τα εξωαγωνιστικά, κυρίως θέματα, που έτυχε να τον απασχολήσουν την τελευταία πενταετία της καριέρας του.
-Πώς νιώθεις που είσαι σε μια τόσο όμορφη πόλη, σε μια σημαντική ομάδα για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και παίζεις σε πολύ υψηλό επίπεδο ακόμα;
“Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, γιατί πάνω από όλα αποδεικνύω στον εαυτό μου ότι ακόμα και στα 35+ βρίσκομαι σε ένα πάρα πολύ καλό επίπεδο.
Η πόλη είναι πάρα πολύ ωραία και οι συνθήκες είναι ιδανικές. Η ομάδα με υποδέχθηκε πολύ καλύτερα ακόμα και από αυτό που περίμενα και γενικά νιώθω πάρα μα πάρα πολύ καλά
Εννοείται ότι μου λείπει η Ελλάδα, μου λείπει γιατί εκεί είναι η οικογένειά μου.
Όπως προείπα η Σεβίλλη ως πόλη είναι τρομερή, οι συνθήκες πάρα πολύ καλές, αλλά λόγω του γεγονότος ότι τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει και πάνε σχολείο πλέον, η απόσταση είναι δύσκολη και με κουράζει πνευματικά και συναισθηματικά.
Το να μην έχεις τα παιδιά σου μαζί είναι πάρα πολύ δύσκολο”.
– Έζησες σε Αθήνα, Γένοβα, Μιλάνο, Βρέμη, Ντόρτμουντ, Λονδίνο, πάλι Αθήνα και τώρα Σεβίλλη. Ποια είναι η πόλη που σου άρεσε περισσότερο για διαβίωση, αλλά και ο συνδυασμός της πόλης με την ομάδα;
“Η πραγματικότητα είναι ότι εμείς οι Έλληνες τη χώρα μας δεν την αλλάζουμε και δεν βάζουμε καμία πάνω από αυτή.
Ζούμε σε μια πανέμορφη χώρα, η Αθήνα είναι μια πάρα πολύ ωραία πόλη, η οποία είναι και η βάση μου, αφού εκεί μένει τώρα η οικογένειά μου.
Από όλες τις πόλεις που γύρισα ως ποδοσφαιριστής στο εξωτερικό, μπορώ να πω ότι η Σεβίλλη ταιριάζει περισσότερο στα δικά μου δεδομένα, έτσι ώστε να μείνω”.
– Έχεις αγωνιστεί σε τέσσερα κορυφαία, Premier League, Serie A, Bundesliga και τώρα La Liga. Νιώθεις ότι πηγαίνεις να ολοκληρώσεις ένα μεγάλο κύκλο;
“Θεωρώ ότι είμαι γεμάτος από όσα έχω πετύχει και όσα έχω περάσει όλα αυτά τα χρόνια στην ποδοσφαιρική μου καριέρα.
Είναι κάτι το οποίο δεν περίμενα να ζήσω ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα, αλλά βλέποντας πίσω όλη αυτήν την πορεία και κλείνοντας αυτό το καρέ των πρωταθλημάτων, νιώθω πολύ χαρούμενος”.
– Τι συνέβη και όταν γύρισες στην Ελλάδα δεν επέλεξες την ΑΕΚ, αλλά πήγες στον Ολυμπιακό;
“Σε νεαρότερη ηλικία υπήρχε αρνητισμός στο μυαλό μου όταν σκεφτόμουν να γυρίσω στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ωστόσο, περνώντας τα χρόνια, μεγαλώνοντας, κάνοντας οικογένεια και βλέποντας τις καθημερινές δυσκολίες, ειδικά μετά τον κορωνοϊό που ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη φάση για όλον τον κόσμο, μπήκε το ελληνικό ποδόσφαιρο στο κάδρο και θεώρησα ότι υπάρχει και αυτό ως μια επιλογή.
Ήρθε η γέννηση του τρίτου μου παιδιού, εγώ έτυχε τον τελευταίο καιρό να μείνω οκτώ μήνες μόνος μου στο Λονδίνο, που τα πράγματα την περίοδο του κορωνοϊού ήταν σε τραγική κατάσταση ιδίως στην αρχή και αυτός ήταν ο κύριος λόγος που επέλεξα την Ελλάδα.
Όταν μπήκε στο μυαλό μου η επιστροφή στην Ελλάδα , η πρώτη ομάδα που μίλησα ήταν η ΑΕΚ, αυτό είχα υποσχεθεί και θεώρησα σωστό ότι θα πρέπει να μιλήσω πρώτα μαζί της
Τα δεδομένα, και δεν εννοώ τα οικονομικά, γιατί για εμένα αυτό ήταν το τρίτο, τέταρτο κριτήριο, δεν ήταν ιδανικά εκείνη τη χρονική στιγμή.
Αντίθετα στον Ολυμπιακό τα πράγματα ήταν ιδανικά, έτσι ώστε να γυρίσω σε μια ομάδα που ήταν σε πάρα πολύ καλό επίπεδο, με έναν προπονητή που είχε “στρώσει” την ομάδα, παίζοντας στην Ευρώπη και κερδίζοντας πρωταθλήματα.
Οι επιλογές στο μυαλό μου και αυτό που ζήτησα εγώ ήταν ότι δεν γυρίζω στην Ελλάδα για να είμαι δεύτερος ή τρίτος
Αυτή ήταν η αρχική μου επιλογή, ξέχωρα από το γεγονός ότι μιλώντας με τον Ολυμπιακό και τον πρόεδρο, Βαγγέλη Μαρινάκη, ήταν πολύ εύκολο με αυτά που μου έβαλαν στο τραπέζι να επιλέξω.
Η ΑΕΚ εκείνη τη στιγμή δεν μου έδινε αυτά που μου έδινε ο Ολυμπιακός: θα κέρδιζα και θα είχα μια ομάδα που θα έπαιζε στην Ευρώπη και θα ήταν ανταγωνιστική στις διασυλλογικές διοργανώσεις
Τα πρώτα δύο χρόνια αποκλειστήκαμε από την Άρσεναλ στις λεπτομέρειες και τη δεύτερη από την Αταλάντα, που ξέρουμε ποια είναι και τι έχει κάνει τα τελευταία χρόνια στο ιταλικό ποδόσφαιρο.
Θεωρώ ότι η απόφασή μου ήταν εύκολη, εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή η ΑΕΚ δεν μπορούσε να μου δώσει τίποτα
Δεν μπορούσε να με καλύψει, εκτός από το οικονομικό που όπως είπα δεν ήταν η πρώτη σκέψη μου, στα άλλα τρία – τέσσερα πράγματα που ζήτησα.
Βέβαια, μου είπε ότι δεν μπορεί να με καλύψει και για αυτόν τον λόγο, πριν καν δώσω την οριστική μου απάντηση, η ΑΕΚ έκανε πίσω”.
– Αν γύριζες τον χρόνο πίσω, θα επέστρεφες στην Ελλάδα ή θα έμενες στο εξωτερικό;
“Το να μιλήσω τώρα είναι πάρα πολύ εύκολο.
Δεν μετανιώνω που γύρισα στην Ελλάδα και εάν γυρνούσα στην Ελλάδα με τα δεδομένα τα τότε, πάλι τον Ολυμπιακό θα επέλεγα
Πηγαίνοντας σε αυτό το σωματείο, σε αυτόν τον οργανισμό δέθηκα, με αγαπήσανε, τους αγάπησα και οι σχέσεις μας είναι πάρα πολύ καλές.
Οπότε η απάντηση είναι δύσκολη.
Μιλάμε για τρία χρόνια πριν, δεν ξέρω τι θα γινόταν εάν δεν υπήρχε ο κορωνοϊός και εάν δεν ερχόταν το τρίτο παιδί, δεν το ξέρω.
Παρόλα αυτά δεν μετανιώνω, γιατί γύρισα στην Ελλάδα, έπαιξα στη μεγαλύτερη ομάδα της χώρας, με τα πιο πολλά πρωταθλήματα και τη μεγαλύτερη ιστορία, κέρδισα δύο πρωταθλήματα και έκανα δύο δεδομένων των αναλογιών- καλές πορείες στην Ευρώπη.
Γενικά είμαι ευχαριστημένος”.
– Ποιο είναι τα συναίσθημά σου για τον τρόπο με τον οποίο σε έχουν αντιμετωπίσει οι φίλαθλοι της ΑΕΚ;
“Αυτό που πρέπει να αναφέρουμε αρχικά είναι ότι από ολόκληρη την εικόνα ο κόσμος δεν ξέρει ούτε το 10%.
Πηγαίνοντας στον Ολυμπιακό, περίμενα μένος και αντιπάθεια από μέρους τους, μου το είχαν αναφέρει
Δεν είναι όμως κάτι που μπορώ να πω ότι με στενοχωρεί, γιατί στο ποδόσφαιρο τόσα χρόνια έχοντας περάσει πάρα πολλά και στην ουσία έχοντας δει μέσα από αυτό την αχαριστία που υπάρχει στον κόσμο, έχω γίνει κατά ένα μεγάλο ποσοστό αναίσθητος, έχω ανοσία.
Οπότε ξέρω ποιος είμαι, αυτοί με τους οποίους εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή έπρεπε να κάνω συζητήσεις ξέρουν ποιος είναι ο Σωκράτης, τι πρεσβεύει και τι αντιπροσωπεύει σαν χαρακτήρας.
Από εκεί και πέρα τι θα πει ο κάθε άνθρωπος που δεν γνωρίζει ή τι θα γράψει κάποιος πίσω από μια οθόνη πραγματικά δεν με ενδιαφέρει”.
– Ο κόσμος θα σε θυμάται για όσα πέτυχες με την Εθνική, αλλά και για τον τρόπο που την άφησες.
“Όταν τελειώνεις το ποδόσφαιρο οι περισσότεροι θυμούνται την μεγάλη εικόνα και αυτή είναι ότι εγώ αγωνίστηκα από το 2007 μέχρι το 2019 στην Εθνική.
Έκανα 90 συμμετοχές, έζησα πάρα πολλά και το κεφάλαιο Εθνική είναι το πρώτο στην καριέρα μου, γιατί το όνειρο κάθε παιδιού είναι να παίξει με το εθνόσημο.
Όποιος έχει μπει σε αυτή την ομάδα, έχει παίξει πάρα πολλά χρόνια και έχει ζήσει και μεγάλες στιγμές, ξέρει ότι δεν γίνεται να μην είναι το πιο σημαντικό κομμάτι που έχεις μέσα σου.
Υπάρχει βέβαια και ο τρόπος που σταμάτησα από την Εθνική, που δεν είναι ο καλύτερος
Αν δούμε, όμως, ότι πολύ μεγάλες καριέρες τελειώνουν με άσχημο τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα παράδειγμα, που κατά κάποια έννοια το έζησα και εγώ.
Βέβαια, θέλω να πω ότι πολλά πράγματα με οδήγησαν σε αυτήν την κατάληξη και θεώρησα ότι το πιο σωστό εκείνη τη στιγμή θα ήτανε να μην μιλήσω με όσα έγιναν.
Τόσα χρόνια δεν έχω μιλήσει για το κομμάτι της Εθνικής, κάποια στιγμή πρέπει βέβαια να το κάνω, αλλά θεωρώ ότι η σιωπή ήταν η καλύτερη επιλογή.
Έχουν περάσει 4-5 χρόνια από τότε, χαίρομαι να βλέπω την Εθνική να πηγαίνει καλά και η παρέα μου με πολλά παιδιά είναι μέχρι σήμερα δυνατή.
Επομένως, ξέχωρα με το πώς τελείωσα από την ομάδα, αυτά τα χρόνια που αγωνίστηκα, αυτά που πρόσφερα και όσα πήρα από τους Έλληνες οπαδούς με γεμίζουν πάρα πολύ ως άνθρωπο.
– Γυρνώντας τον χρόνο πίσω στο κομμάτι της Εθνικής, μετάνιωσες για κάποια πράγματα, θα τα διαχειριζόσουν διαφορετικά;
“Ως αρχηγός είχα μια ευθύν. Παίκτες έρχονταν και μου έλεγαν ότι δεν ήθελαν να βρίσκονται σε αυτό το κλίμα, δεν το άντεχαν, δεν τους άρεσε
Υπήρχαν άλλοι που για παράδειγμα έλεγαν ότι είχαν κάποιον τραυματισμό, γιατί δεν ήθελαν να βρίσκονται σε αυτόν τον χώρο.
Έπρεπε να πάρω μια θέση.
Το εάν έπρεπε αυτή τη θέση να την πάρω δημόσια ή όχι είναι κάτι που μπορούμε να το συζητήσουμε, καθώς μου έχουν πει “γιατί αυτά τα πράγματα βγήκες και τα είπες στα Μέσα;”
Όμως, το να βγω και να μιλήσω απέναντι σε ένα σύστημα που είναι ολοκληρωτικά τασσόμενο κάπου δεν θα έβγαζε αποτέλεσμα, θα ήταν σαν να μιλάω στο ντουβάρι.
Μάλιστα, μετά το συμβάν πήγα στην Εθνική για να αγωνιστώ για ακόμα μια φορά και ξαφνικά ο κύριος Φαν Σιπ και όλο το επιτελείο μου είπαν ότι θέλουν να δουν κάποιους άλλους παίκτες.
Το δέχθηκα χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά ήξερα ότι έπρεπε να αποδομηθώ από την Εθνική επειδή πήγα κόντρα τότε σε όλο το σύστημα
Αν έπρεπε να φύγω από την ομάδα για να έρθουν καλύτερες μέρες, τότε καλύτερα που έγινε.
Ωστόσο, υπήρχαν προτάσεις για να ξαναγυρίσω στην Εθνική, αλλά όπως είπα οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω από την ομάδα και το σύστημα που την ήλεγχε δεν ήθελε τον Σωκράτη και όχι μόνο τον Σωκράτη, αφού σε εκείνη την πορεία των δύο – τριών χρόνων έφυγαν πάνω από έξι ποδοσφαιριστές, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.
Απλώς ο Σωκράτης έφυγε από την Εθνική εκείνη τη χρονική περίοδο επειδή έκανε τη συνέντευξη και πήγε κόντρα σε ένα σύστημα που δεν έπρεπε να πάει
Είχα προσφέρει πάρα πολλά, αλλά στην ουσία βλέπουμε ποδοσφαιριστές που έχουν προσφέρει εξίσου πολλά στην Ελλάδα και αυτό δεν αναγνωρίζεται.
Έτσι και στη δικιά μου την περίπτωση, ήταν σαν να είπαν “όλα καλά, αλλά επειδή δεν εξυπηρετεί το σύστημα το πετάμε και πάμε παρακάτω”. Είναι κάτι το οποίο δεν με ενοχλεί τώρα.
Τότε με ενόχλησε, αλλά όχι τώρα, γιατί αυτή είναι η νοοτροπία, αυτό είναι το παιχνίδι και εφόσον μπαίνεις μέσα σε αυτό πρέπει να είσαι και εσύ αναίσθητος σε πολλά θέματα
Το παιχνίδι, όμως, δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Στο εξωτερικό στο θέμα νοοτροπίας και στο πώς συμπεριφέρονται στον ποδοσφαιριστή τα πράγματα είναι διαφορετικά, αλλά δυστυχώς στο ελληνικό ποδόσφαιρο θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν”.
– Πόσο έχει αλλάξει το ελληνικό ποδόσφαιρο σε σχέση με πριν 19 χρόνια που ξεκίνησες εσύ;
– Στο θέμα της νοοτροπίας δεν έχει αλλάξει τίποτα, παραμένει το ίδιο. Τώρα, όσον αφορά στο αγωνιστικό επίπεδο υπάρχουν καλές ομάδες.
Ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ, ο Παναθηναϊκός, ο ΠΑΟΚ έκαναν χρονιές με πραγματικά καλές ομάδες. Για παράδειγμα έτυχε να αντιμετωπίσω τον Ολυμπιακό με την Άρσεναλ και ήταν μια πάρα πολύ καλή ομάδα, που το απέδειξε κιόλας, μας απέκλεισε.
Βλέπουμε ότι τώρα πραγματοποιούν ευρωπαϊκές πορείες που είναι πολύ καλές, βάσει των δεδομένων, αλλά ξαναλέω ότι στο κομμάτι της νοοτροπίας δεν έχουν αλλάξει πολλά.
Για αυτό και βλέπουμε αυτά τα τραγικά που συμβαίνουν συχνά στον ελληνικό αθλητισμό.
Ίσως θα πρέπει να σκύψουμε σε αυτό το πρόβλημα και να αντιληφθούμε ότι για ένα παιχνίδι δεν γίνεται να θρηνούμε θύματα και να έχουμε επεισόδια”.
– Θεωρείς ότι οι νέοι 20 χρόνια πριν ήταν πιο κοντά στον αθλητισμό και κατ’ επέκταση στο ποδόσφαιρο από ότι είναι σήμερα;
“Ήταν πιο κοντά σε όλα τα θέματα, γιατί δεν υπήρχαν τα κινητά και τα ηλεκτρονικά. Αυτό το βλέπω στα παιδιά μου, δηλαδή μιλάω αυτή τη στιγμή ως πατέρας.
Το παιδί πολύ δύσκολα πλέον θα αφήσει το κινητό ή το ηλεκτρονικό για να πάει να παίξει ποδόσφαιρο, όπως κάναμε εμείς παλιά
Βέβαια, όταν ήμασταν εμείς μικροί υπήρχαν πολλοί περισσότεροι χώροι για να παίξεις. Ειδικότερα στην επαρχεία υπήρχε η έννοια της γειτονιάς.
Αν θέλουμε να κάνουμε κάτι στο κομμάτι του αθλητισμού, θα πρέπει τα παιδιά να ακολουθήσουν παραδείγματα παλαιότερων χρόνων.
Ο κάθε πατέρας και η κάθε μητέρα θα πρέπει να παρακινεί το παιδί έτσι ώστε να ασχοληθεί με τον αθλητισμό, πάνω από όλα για την υγεία του και όχι για να ακολουθήσει μια καριέρα.
Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο βλέπουμε πολλά παιδιά τα τελευταία χρόνια να είναι υπέρβαρα και με προβλήματα σε νεαρή ηλικία.
Έχοντας την εμπειρία από τα δικά μου τα παιδιά, μπορώ να πω ότι είναι ναι μεν ένα δύσκολο κομμάτι, αλλά οι γονείς πρέπει να ωθήσουν τα παιδιά τους προς τον αθλητισμό”.
– Υπήρχε κάποιος ποδοσφαιριστής σε αυτά τα 19 χρόνια ποδοσφαιρικής καριέρας για τον οποίον ένιωσες δέος;
Φυσικά, υπήρχαν πάρα πολλοί.
Όταν ξεκίνησα την καριέρα μου, πηγαίνοντας στην ΑΕΚ και βλέποντας σπουδαίους παίκτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό ένιωσα δέος.
Εδικά όταν είσαι μικρός και μπαίνεις σε έναν τόσο μεγάλο οργανισμό.
Tο μεγαλύτερο σχολείο ήταν η Μίλαν του Μπερλουσκόνι με τα τεράστια ονόματα
Ήταν ένας χρόνος που θα μείνει για πάντα στο μυαλό μου. Ήξερα ότι πηγαίνοντας στη Μίλαν δεν θα είμαι βασικός, ότι δεν θα έχω πάρα πολλές ευκαιρίες να παίξω, αλλά όταν έρχεται η Μίλαν και σου λέει ότι σε θέλω δεν μπορείς να πεις ότι δεν πάω γιατί δεν θα έχω αγωνιστικό χρόνο.
Εφόσον όμως πήγα στο Μιλάνο και έζησα όλο αυτό, θεώρησα μετά ότι θέλω να παίξω και αυτός ο σημαντικός ένας χρόνος με βοήθησε στο μετέπειτα βήμα μου στη Γερμανία και στην πορεία που έκανα”.
– Πως πήρες την απόφαση να πας στην ¨Αρσεναλ μετά από πέντε χρόνια στην Ντόρτμουντ;
“Μιλάμε για το καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου.
Σε όλη την καριέρα μου, σε όλες τις ομάδες που ήμουν, στην Τζένοα, τη Μίλαν, τη Βέρντερ, την Ντόρτμουντ, όλοι οι τοπ συμπαίκτες μου μού έλεγαν ότι πρέπει να πάω στην Αγγλία, ότι πρέπει να παίξω στην Premier League.
Ήταν ένα όνειρο που είχα από μικρός, να παίξω στο κορυφαίο επίπεδο, να αποδείξω ότι μπορώ να σταθώ κι εκεί.
Το έκπληρωσα και μάλιστα με τη φανέλα της Άρσεναλ, μιας από τις μεγαλύτερες ομάδες του Νησιού, είμαι περήφανος γι’αυτό”.
– Τόσα χρόνια στο ποδόσφαιρο, έχει αποκτήσει ανθρώπους που μπορείς να αποκαλείς φίλους και κολλητούς:
“Κατά κύριο λόγο μια τόσο μεγάλη καριέρα φέρνει εχθρούς.
Βέβαια, έχω πολύ καλή σχέση με πολλούς, αλλά έχω και λίγους ανθρώπους που είναι κάτι περισσότερο από φίλοι μου, με τους οποίος αν δεν έχω καθημερινή τριβή, τότε σίγουρα μιλάμε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα.
Φυσικά αυτοί οι άνθρωποι δεν ξεπερνούν τους δέκα.
Γυρνώντας στο κομμάτι των εχθρών, όταν έχεις επιτυχία στο επάγγελμά σου, εννοείται ότι υπάρχουν άνθρωποι που το ζηλεύουν και δεν το θέλουν αυτό
Ειδικότερα, όταν αγωνίζεσαι σε μια ομάδα που υπάρχουν τα αντίπαλα δέη και εντός και εκτός γηπέδου, είναι πολύ εύκολο να έχεις περισσότερους εχθρούς μέσα από το γενικότερο περιβάλλον.
Εδώ ερχόμαστε σε προηγούμενη ερώτηση, σχετικά με το ότι όταν ήρθα στην Ελλάδα για τον Ολυμπιακό οι οπαδοί της ΑΕΚ ενδεχομένως με έβρισαν ή μίλησαν άσχημα. Αυτό είναι ένα παράδειγμα”.
– Τι σου έχει προσφέρει η Σεβίλλη ως πόλη και ως περιβάλλον σε αυτό το στάδιο της καριέρα σου;
“Αν αναλογιστώ όλη την καριέρα μου, αυτό το κεφάλαιο είναι ξεχωριστό, γιατί γυρνώντας στην Ελλάδα είπα ότι θα παίξω για άλλα τρία χρόνια και θα κλείσω την καριέρα μου.
Για αυτό και το καλοκαίρι που τελείωσα από τον Ολυμπιακό μέσα στο μυαλό μου υπήρχε το κομμάτι του κλεισίματος της καριέρας μου
Δεν βγήκα να το ανακοινώσω, γιατί ήθελα να περιμένω λίγο, δεν ήταν το κατάλληλο timing. Από την άλλη, ήταν μια χρονιά που για Ολυμπιακός δεν ήταν καλή αγωνιστικά.
Ο Ολυμπιακός έχει συνηθίσει να παίρνει πρωταθλήματα, να είναι η μεγαλύτερη ομάδα στην Ελλάδα και έχοντας δύο σεζόν πίσω σου που κέρδισες με διαφορά και έκανες και μια καλή πορεία στην Ευρώπη, η περσινή χρονιά ήταν κακή.
Οπότε, αυτό που είχε μείνει μέσα στο μυαλό μου ήταν ότι δεν ήθελα να τελειώσω έτσι
Ένιωθα καλά, το οποίο αποδεικνύεται στο γήπεδο, και είπα ότι ‘μήπως μέσα μου υπάρχει ακόμα ένας χρόνος;’
Για αυτόν τον λόγο και κυρίως γιατί δεν υπήρχε το κατάλληλο timing στο να βγω να πω ότι σταματάω.
Μετά ήρθε η πρόταση της Μπέτις, που με ώθησε στο να το σκεφτώ, γιατί ήταν ένα πρωτάθλημα στο οποίο δεν είχα αγωνιστεί και θα έκλεινα έναν κύκλο.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο στο να πας σε τέσσερα πρωταθλήματα του εξωτερικού και να αγωνιστείς σε πολύ καλές ομάδες, δεν είναι κάτι που δεν βλέπουμε καθημερινά.
Έτσι, είπα το ναι και είμαι στην πόλη της Σεβίλλης. Είμαι σε μια πολύ καλή ομάδα, που αυτό που με έχει κερδίσει είναι ότι με αγαπάνε πάρα πολύ και με σέβονται.
Έχω έναν προπονητή που είναι πάρα πολύ καλός άνθρωπος και η καριέρα του τα λέει όλα για το τι τεχνικός είναι.
Το περιβάλλον είναι οικογενειακό, είναι μια πόλη που ζει για το ποδόσφαιρο και έχει και δύο ομάδες που είναι πάρα πολύ καλές στη La Liga.
Επομένως, θεωρώ ότι ερχόμενος εδώ αποδεικνύω στον εαυτό μου, γιατί στον κόσμο δεν έχω να αποδείξω τίποτα, ότι στα 35 προς 36 αισθάνομαι καλά, μπορώ να παίξω στο τοπ επίπεδο και αυτή είναι μια καθαρά ατομική επιβράβευση”.
– Με ποιον προπονητή δέθηκες περισσότερο και είχες την καλύτερη σχέση, είτε επαγγελματική είτε προσωπική;
“Με όλους τους προπονητές που συνεργάστηκα έχω κρατήσει επαφές.
Δεν υπάρχει προπονητής που να τον δω και να μην χαιρετηθούμε ή να μην ανταλλάξουμε πέντε κουβέντες.
Με όλους είχα καλή σχέση, αλλά δεν μπορώ να ξεχωρίσω έναν για να πω ότι με αυτόν είχα την καλύτερη.
Αυτό είναι το σημαντικό, δηλαδή ότι κάνοντας μια πορεία 19 χρόνων βρήκα πολλούς προπονητές στην καριέρα μου, που το ποιοι είναι δεν χρειάζεται να το πω εγώ, το λέει η καριέρα τους.
Είμαι πολύ χαρούμενος για το γεγονός ότι έζησα μαζί με αυτούς το ποδόσφαιρο, πήρα πάρα πολλά πράγματα και έκανα τη συγκεκριμένη πορεία σε αυτές τις ομάδες.
Γιατί μπορεί να πήγαινα στην Ντόρτμουντ και να μην είχα τον Τούχελ ή τον Κλοπ.
Θα μπορούσα να ερχόμουν στην Μπέτις και να μην είχα τον Πελεγκρίνι, που όλοι ξέρουμε ποια είναι η καριέρα του ή να πήγαινα στην Τζένοα που ήταν η πρώτη μου ομάδα στο εξωτερικό και να μην είχα τον Γκασπερίνι να μπορεί να μου διδάξει ένα άλλο σύστημα.
Ακόμα και στην ΑΕΚ να μην είχα τον Φερνάντο Σάντος ή μετά τον Φερέρ, στον οποίο χρωστάω πάρα πολλά γιατί ήταν αυτός που μου έδωσε την ευκαιρία να παίξω βασικός στην πρώτη ομάδα και να αγωνιστώ στο Champions League”.
– Σε όλη σου την ποδοσφαιρική καριέρα δεν υπήρξε κανένας να μιλήσει άσχημα για εσένα. Υπήρξαν, όμως, αντιπάθειες ή κάποια περιστατικά που χρειάστηκε να τα αντιμετωπίσεις εξειδικευμένα για να τα αντιμετωπίσεις;
“Σε μία μεγάλη καριέρα τόσων χρόνων, σίγουρα σε μία ομάδα δεν μπορείς να τα πηγαίνεις καλά με όλους, δηλαδή με 30 ποδοσφαιριστές που υπάρχει αυτή η καθημερινή τριβή.
Κάποιες φορές,ειδικότερα σε ομάδες που ήμουν αρχηγός και είχα μια ευθύνη παραπάνω, υπήρχαν στιγμές που έπρεπε να πάρω αποφάσεις που δεν ήταν τόσο ωραίες
Σε φέρνουν σε αντίθεση με τον χαρακτήρα σου ή με αυτό που θέλεις εκείνη τη στιγμή, αλλά είναι το καλό για την ομάδα.
Υπήρχαν στιγμές, όχι πάρα πολλές, γιατί γενικότερα στο ποδόσφαιρο και ειδικά στις ομάδες που είναι υψηλό το επίπεδο τους παίκτες που δεν έχουν έναν τόσο καλό χαρακτήρα τους αποβάλει η ίδια η ομάδα.
Οπότε υπάρχουν περιπτώσεις, αλλά μεμονωμένες.
Δεν θεωρώ όμως ότι είχα τρομερές δυσκολίες, που μπορώ να πω ότι μου έχει μείνει μια χαραγμένη στο μυαλό μου. Σίγουρα υπήρχαν τσακωμοί, υπήρχαν εντάσεις, αλλά είναι λογικό.
Μιλάμε για μια ζωή ολόκληρη, είναι 19 χρόνια τα οποία βρίσκομαι μέσα σε αποδυτήρια και στο επαγγελματικό επίπεδο.
Δεν γίνεται να λείπει αυτό το κομμάτι, αλλά στο φινάλε είναι αυτό που σου δίνει μια εμπειρία παραπάνω και σε κάνει να σκεφτείς και εσύ κάποια πράγματα.
Ενδεχομένως λάθη που έχεις κάνει, γιατί δεν γίνεται πάντα να είσαι ο σωστός”.
– Tι ξεχωρίζεις από τα σχεδόν είκοσι χρόνια της ποδοσφαιρικής του καριέρας σε επαγγελματικό επίπεδο;
“Ξεχωρίζω ότι μέσα από το ποδόσφαιρο το παιδάκι που έφυγε από τον τόπο του απέκτησε τα πάντα.
Έκανα οικογένεια, που για εμένα είναι το πιο σημαντικό, μέσα από αυτήν την πορεία γνώρισα τη γυναίκα μου.
Γνώρισα τον κόσμο, γύρισα πάρα πολλές πόλεις. Μιλάω τέσσερις γλώσσες, που εάν δεν έπαιζα ποδόσφαιρο θα ήξερα μία και τα αγγλικά, που τα μαθαίνουν τα παιδιά στην Ελλάδα, αλλά όχι τόσο καλά.
Πήρα πάρα πολλά πράγματα, απέκτησα σχέσεις και φιλίες με σημαντικούς ανθρώπους που δεν είχα φανταστεί ότι μπορεί να έρθω σε επαφή.
Αυτό είναι που με κάνει να είμαι γεμάτος, εκτός από το ποδοσφαιρικό κομμάτι.
Οι γνωριμίες που για μια ζωή θα μου χρησιμεύουν και θα λέω τι τυχερός ήμουν που επέλεξα να κάνω αυτό το επάγγελμα και που πέτυχα σε αυτό”.
– Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να πεις στον Σωκράτη του 2008, που βγήκε για πρώτη φορά στο εξωτερικό, ως Σωκράτης του σήμερα για να προσέξει σε αυτά τα 16 χρόνια που ακολούθησαν ή τον βλέπεις ως έναν νεαρό ποδοσφαιριστή που είχε κάποια όνειρα να πραγματοποιήσει και τελικά κατάφερε να τα πραγματοποιήσει σχεδόν όλα;
“Μπορείς να πεις πολλά πράγματα, γιατί άλλο μυαλό έχεις όταν είσαι 16-17-18 και άλλο έχεις τώρα, αλλά και στον Σωκράτη του τότε και στον Σωκράτη του τώρα υπάρχουν και πολλά χαρακτηριστικά που έχουν μείνει ίδια.
Στο επάγγελμά μου πάντα έβαζα πρώτο τη δουλειά μου, δηλαδή το πώς συμπεριφέρομαι και το πώς δουλεύω μέσα στην καθημερινότητά. Κυρίως αυτά είναι τα στοιχεία που με έφεραν εδώ που είμαι.
Εάν κάποιος νέος 15-16-17 ετών ενδεχομένως θέλει να μου μοιάσει και κοιτάει να κάνει την καριέρα που έκανα, είναι δύσκολο να γυρίσεις και να πεις στο κάθε παιδί τι πρέπει να κάνει.
Το πιο σημαντικό είναι να δουλεύει καθημερινά, να είναι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνει και να έχει πάρα πολύ καλή συμπεριφορά στους γύρω του.
Από εκεί και πέρα, αν γυρίσουμε και πάμε σε αυτήν την ηλικία θα δούμε ότι οι δυσκολίες που έχει το κάθε παιδί είναι πάρα πολλές, γιατί δεν ξέρουμε από τι οικογένεια προέρχεται, τι στήριξη έχει από αυτή και γενικά αν μπορεί να ανταπεξέλθει στο κομμάτι του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Όλοι βλέπουν την επιτυχία και όχι το από πίσω, το οποίο είναι πάρα πολύ δύσκολο και οι λύπες είναι πάρα πολλές
Εγώ ήμουν τυχερός γιατί η οικογένειά μου με στήριξε και δεν με πίεσε.
Δεν είχα το πρόβλημα ότι θα πρέπει να πάω να δουλέψω με τον πατέρα μου για να ζήσει η οικογένειά μου.
Μου χάρισε σχεδόν τα πάντα για να μπορώ να αφοσιωθώ σε αυτό που έκανα και αυτό είναι πολύ δύσκολο να το βρεις
Καμιά φορά μιλάω με πολλούς πατεράδες που με βρίσκουν στις προπονήσεις που πηγαίνω τον γιο μου, ειδικότερα όταν ήμουν στην Αθήνα, και να μου λένε τι να κάνει ο γιος τους.
Σε αυτήν την ηλικία των 10, 12, 13, 15 αυτό που του λέω είναι ότι δεν είμαι εγώ το παράδειγμα, γιατί εμένα μου ήταν όλα καλά στρωμένα στο να κάνω αυτό που έκανα, πράγμα δύσκολο.
Αν μπορούσα να δώσω τρεις συμβουλές αυτές θα ήταν: καθημερινή δουλειά, αφοσίωση και πάντα να βοηθάς και να είσαι καλός χαρακτήρας με τους συμπαίκτες σου.
– Έχεις σκεφτεί τη στιγμή που θα βάλεις οριστικό τέλος στην καριέρα σου;
“Δεν είναι κάτι το οποίο με τρομάζει, γιατί και να σταματήσω το ποδόσφαιρο δεν θα σταματήσει η καθημερινότητά μου στον αθλητισμό, καθώς θα προσπαθώ να βρίσκονται στην κατάσταση που είμαι τώρα, αν και αυτό είναι λίγο δύσκολο.
Έχω πολλούς γνωστούς που σταμάτησαν το ποδόσφαιρο και βρέθηκαν σε μια κατάσταση που δεν ήξεραν τι κάνουν από εδώ και πέρα
Αυτό βέβαια συμβαίνει κυρίως γιατί ο ποδοσφαιριστής έχει μάθει από μικρό παιδί να είναι σε μια καθημερινότητα, σε μια γυάλα, σε μια ρουτίνα η οποία δυσκολεύει το μυαλό του από το να σκεφτεί και άλλα πράγματα.
Για αυτόν τον λόγο ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των παικτών έχουν πρόβλημα στο μετά.
Ο άλλος λόγος είναι ότι είναι δύσκολο να αποχωριστείς κάτι που κάνεις 20-25 χρόνια. Αυτή είναι και η αιτία που πολλοί ‘τραβάνε’ την καριέρα τους για άλλον έναν χρόνο και μετά για ακόμα έναν.
Εγώ δεν το βλέπω έτσι, θεωρώ ότι θα πρέπει να σταματάς όταν ακόμα είσαι ψηλά
Μέσα από το ποδόσφαιρο έχω δημιουργήσει τόσα πολλά πράγματα και παράλληλα με το άθλημα έχω κάνει τόσες πολλές επενδύσεις, που θα υπάρχει χρόνος ποια για να ασχοληθώ με αυτά και με ότι έχω σκεφτεί να τρέξω μετά το τέλος της καριέρας μου.
Θα πρέπει κάποια στιγμή να αναλάβω και εγώ τις ευθύνες μου σε αυτό το κομμάτι”.
Συνέντευξη: Αντρέα Παλομπαρίνι
Αρχισυνταξία: Θέμης Καίσαρης
Μοντάζ: Κωνσταντίνος Ασημακόπουλος