Από τότε που η αριστερά εμφανίστηκε στο προσκήνιο της Ιστορίας, τα εργασιακά και τα κοινωνικά δικαιώματα είναι στοιχείο της ταυτότητάς της και σταθερή αξία της. Μαζί με το εργατικό κίνημα πάλεψε και μάτωσε γι’ αυτά και οι ιστορικές κατακτήσεις υπέρ των εργαζομένων, φέρουν την σφραγίδα της.
Σε μια εποχή που τα νεοφιλελεύθερα δόγματα υποχωρούν παγκόσμια λόγω των μεγάλων ανατροπών, που έφερε η πανδημία, (βλ. πρόγραμμα Μπάϊντεν), η κυβέρνηση της ΝΔ μας γυρίζει σε εργασιακό μεσαίωνα και 135 χρόνια μετά, καθίσταται δραματικά επίκαιρο το σύνθημα των εργατών του Σικάγου του 1886 «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ύπνο, 8 ώρες ξεκούραση».
Το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά στην πραγματικότητα καταργεί το οκτάωρο. Επιβάλλει τις ατομικές συμβάσεις στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, θεσμοθετεί την απλήρωτη υπερωριακή εργασία, που την συμψηφίζει με ρεπό και άδειες. Ταυτόχρονα, αναιρεί θεμελιώδεις συνδικαλιστικές ελευθερίες, ποινικοποιεί τη συνδικαλιστική δράση και ακυρώνει το δικαίωμα στην απεργία! Όλα αυτά ο κ. Χατζηδάκης τα αποκαλεί «ριζοσπαστικό εκσυγχρονισμό» εργασίας. Πρόκειται για προκλητική υποκρισία. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Σύμφωνα με το υφιστάμενο πλαίσιο (ν. 3986/2011), οποιαδήποτε διευθέτηση του χρόνου εργασίας πέραν του οκταώρου υπάγεται σε αυστηρές προϋποθέσεις και στην ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και των οργανώσεων των εργαζομένων. Η κυβέρνηση επιδιώκει, να υπερκεράσει τα συνδικάτα και να θεσπίσει την ατομική σύμβαση εργαζομένου και εργοδότη, προκειμένου να υπερβεί το οκτάωρο. Με το νομοσχέδιο, ο εργοδότης θα μπορεί να απασχολεί επιπλέον δύο ώρες το προσωπικό του, πέραν του οχταώρου, σε εξάμηνη βάση, συμψηφίζοντας τον επιπλέον χρόνο των δύο ωρών, το επόμενο εξάμηνο με μείωση του ωραρίου κατά δύο ώρες, ή με ρεπό ή με επιπλέον άδεια. Δηλαδή για έξι συνεχόμενους μήνες οι εργαζόμενοι θα υποχρεούνται σε δεκάωρη εργασία και θα αμείβονται για οχτώ ώρες. Ταυτόχρονα, θα υπάρχει η δυνατότητα επιπλέον υπερωριών, καθώς με το νομοσχέδιο αυξάνονται στο υπερδιπλάσιο οι υπερωρίες που μπορεί να επιβάλει σε ετήσια βάση ο εργοδότης.
Καταργείται η ισχύουσα σήμερα υποχρεωτική επαναπρόσληψη του εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα, στην περίπτωση που η απόλυσή του έχει κριθεί άκυρη με δικαστική απόφαση, ενώ μειώνεται η προβλεπόμενη στην συγκεκριμένη περίπτωση αποζημίωση (μισθοί υπερημερίας).
Νομοθετείται η παρέμβαση της κυβέρνησης και της εργοδοσίας στη λειτουργία των συνδικάτων, ενάντια στις διατάξεις του ν.1264/82, που κατοχύρωσε για πρώτη φορά στη χώρα μας τις βασικές συνδικαλιστικές ελευθερίες. Με τις ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση περιορίζεται το δικαίωμα της απεργίας. Αποδυναμώνεται η καρδιά της λειτουργίας των συνδικάτων, που είναι η ζωντανή συλλογική παρουσία και συζήτηση στις Γενικές Συνελεύσεις, καθότι προβλέπεται ηλεκτρονική ψηφοφορία, ειδικές προβλέψεις για την απεργία και τη μορφή των κινητοποιήσεων και πολύ υψηλό ποσοστό προσωπικού ασφαλείας (40% ).
Τη στιγμή που στη χώρα μας σήμερα υπάρχουν 1.150.000 καταγεγραμμένοι άνεργοι, χιλιάδες αόρατοι άνεργοι και όταν σταματήσουν οι αναστολές των συμβάσεων, θα εκτοξευτεί η ανεργία, η κυβέρνηση της ΝΔ προτείνει εργασιακή ζούγκλα. Φθηνή και ελαστική εργασία, χωρίς κανόνες και συνδικαλιστικές ελευθερίες. Είναι ενδεικτικό ότι στην κυβερνητική πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης, σε αυτήν την περίοδο της κρίσης, υποβαθμίζουν τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και εξαιρούν τον δημόσιο τομέα από αυτές. Προβλέπονται μόνο 479 εκ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ανεργίας, αλλά 1,04 δις ευρώ για την κατάρτιση(!), προς όφελος των ιδιωτικών ΚΕΚ. Είναι πολύ σοβαρό επίσης το γεγονός, ότι η κυβέρνηση της ΝΔ με δική της απόφαση, έχει συμπεριλάβει το «εργασιακό νομοσχέδιο» στις «μεταρρυθμίσεις» για το Ταμείο Ανάκαμψης, που σημαίνει ότι η εφαρμογή του, είναι προαπαιτούμενο για την εκταμίευση των πόρων του. Επιχειρεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να δεσμεύσει τη χώρα και τις μελλοντικές κυβερνήσεις.
Η ανάκαμψη της οικονομίας προϋποθέτει στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της εργασίας, ρευστότητα, μη επιστρεπτέες ενισχύσεις, κούρεμα και ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους της πανδημίας, κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών από το κράτος, ώστε να διασφαλισθούν οι θέσεις εργασίας και οι μισθοί, να ενισχυθεί η ζήτηση και η κοινωνική συνοχή.
Οι ρυθμίσεις που θέλει να επιβάλλει η κυβέρνηση αποτελούν προσβολή στους εργαζόμενους, στους κοινωνικούς αγώνες και διευρύνει τις ανισότητες. Αποτελούν πλήγμα στα κοινωνικά δικαιώματα και στη Δημοκρατία.
Μαζί με τη μάχη στη Βουλή εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ και όλης της προοδευτικής αντιπολίτευσης, το εργατοϋπαλληλικό κίνημα πρέπει να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Να αντιδράσει με τους πιο πρόσφορους και αποτελεσματικούς τρόπους. Να ενημερώσει, να κινητοποιήσει και τελικά να αποτρέψει την ψήφιση και εφαρμογή αυτού του νομοσχεδίου. Αν υλοποιηθούν τα σχέδια της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη, δεν θα πληγεί μόνο ο κόσμος της εργασίας, αλλά το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας.-
Παναγιώτα Κοζομπόλη – Αμανατίδη
Δικηγόρος, πρώην βουλευτής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στη Μεσσηνία