Του Αρχιμ. Φιλίππου Χαμαργιά – Πρωτοσυγκέλλου Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας
Ο ανθρώπινος θάνατος έχει αποτελέσει συχνά αντικείμενο συζήτησης της Ηθικής, ιδιαίτερα στον τομέα της Βιοηθικής [1]. Η ευθανασία ως όρος και στάση ζωής δεν είναι κάτι καινούριο. Έχει γίνει αντικείμενο ηθικών συζητήσεων τόσο στο παρελθόν όσο και στη σημερινή καθημερινότητα. Αμέτρητες ερμηνείες και συμπεράσματα έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί από πολλούς παράγοντες όπως κοινωνιολόγους, νομικούς, θρησκευτικούς ηγέτες, θεολόγους, φιλοσόφους, πολιτικούς και ιατρούς, που δημιουργούν μια ποικιλομορφία απόψεων όσον αφορά τον προσδιορισμό του θέματος.[2]
Ετυμολογικά ο όρος “ευθανασία” σημαίνει τον καλό θάνατο, δηλαδή την ανθρωποκτονία ασθενών ή τραυματιών από οίκτο ή ευσπλαχνία όταν η ζωή τους έχει γίνει μαρτυρική και δεν υπάρχει ελπίδα να αποφύγουν το θάνατο. Η ευθανασία όμως συζητείται και σε περιπτώσεις προγεννητικών αναπηριών παραμορφωμένων ή ανάπηρων βρεφών ή σε ανθρώπους «φυτά» που βρίσκονται σε κώμα[3].
Ο οίκτος και η συμπάθεια προς ανιάτως πάσχοντες συνανθρώπους αλλά και η επιθυμία για συγκρότηση κοινωνιών που να χαρακτηρίζονται από την υγεία και την ευεξία των μελών τους, ανέκαθεν είχαν προβληματίσει προς την κατεύθυνση αυτή. Στην αρχαία Σπάρτη υπήρχε σε εφαρμογή νόμος που υπαγόρευε ένα είδος κοινωνικής ή ευγονικής ευθανασίας και εκφραζόταν με τον Καιάδα. Οι στωικοί φιλόσοφοι τη θεωρούσαν σαν λύση στον πόνο και στις ανίατες αρρώστιες, ενώ οι Ρωμαίοι την πρόβαλλαν όχι μόνο σαν διέξοδο από την προβληματική και ασθενική ζωή αλλά και σαν «προληπτική μέριμνα» για κάθε απρόσμενο ενδεχόμενο. Οι αντιλήψεις αυτές αναβίωσαν αργότερα με το φιλοσοφικό κίνημα του σκεπτικισμού πού είχε ως κυριότερους εισηγητές και αντιπροσώπους τον Μοντέν και τον Σοπενχάουερ[4]. Επίσης ο Νίτσε απαιτούσε την ευθανασία για τα «παράσιτα της κοινωνίας». Για τον Νίτσε «παράσιτα της κοινωνίας ήταν οι άρρωστοι αυτοί, που έχασαν το νόημα του μέλλοντος και γι’ αυτό είναι ακατανόητο να ζουν άλλο πια»[5] .
Υπάρχουν δύο ειδών ευθανασίες, η ενεργητική ευθανασία που γίνεται με τη χορήγηση θανατηφόρου φαρμάκου ή με τη διακοπή λειτουργίας των ιατρικών μηχανημάτων που κρατούν τον ασθενή στη ζωή, και η παθητική ευθανασία την οποία έχουμε όταν δεν προσφέρεται βοήθεια (διασωλήνωση, οξυγόνο) σε κάποιον ασθενή, στερώντας του τη δυνατότητα να συνεχίσει τη ζωή του[6].
Πολλοί γιατροί συμφωνούν σιωπηρά και εφαρμόζουν τη λεγόμενη παθητική ευθανασία κόβοντας σταδιακά τη φαρμακευτική αγωγή. Μερικοί – όπως ο γνωστός ως Dr. DEATH Τζάκ Κεβορκιάν, που καταδικάστηκε το 1999 για το θάνατο 130 ανθρώπων – προχωρούν σε ενεργητική ευθανασία, συμβάλλοντας στη διακοπή της ζωής αρρώστων.
Η Ολλανδία είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που είπε ναι στην ευθανασία. Η βουλή της ενέκρινε με ψήφους 104 έναντι 40 το Νόμο, με τον οποίο επιτρέπεται ο ιατρός να δώσει τέλος στη ζωή αρρώστου που υποφέρει από πόνους και δεν υπάρχουν ελπίδες ανάκαμψης στην υγεία του [7].
Επικριτές του νομοσχεδίου υποστηρίζουν ότι η Ολλανδία κινδυνεύει να γίνει προορισμός «τουρισμού ευθανασίας»[8]. Η νομιμοποίηση της ευθανασίας στην Ολλανδία έχει ήδη ωθήσει γειτονικές της χώρες να αναλάβουν ανάλογες πρωτοβουλίες. Το Βέλγιο μελετά ήδη νομοσχέδιο, το οποίο αποποινικοποιεί την ευθανασία και αναμένεται να τεθεί προς συζήτηση στο κοινοβούλιο της χώρας.
Άλλη μια χώρα στην οποία έχει κατοχυρωθεί νομικά η ευθανασία είναι και η Αυστραλία. Στην Αμερική και σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης (ιδιαίτερα στην Ολλανδία και τη Μ. Βρετανία) ξεφυτρώνουν καθημερινά σαν τα μανιτάρια καινούριες «εταιρείες ευθανασίας», ενώ κερδίζει καθημερινά όλο και περισσότερους οπαδούς η ιδέα της «living will», δηλαδή μιας » διαθήκης εν ζωή», με την οποία ένας υγιής σωματικά και πνευματικά άνθρωπος εκχωρεί στο γιατρό το δικαίωμα – κάτω από ορισμένες βέβαια, προϋποθέσεις – αφαιρέσεως της ζωής του, χωρίς εκείνος να διώκεται γι’ αυτό ποινικά[9].
Οι υπέρμαχοι και οι πολέμιοι της ευθανασίας.
Οι θιασώτες και υπέρμαχοι της ευθανασίας προβάλλουν ως κύρια επιχειρήματα το δικαίωμα του ανθρώπου στην ελεύθερη επιλογή του χρόνου και του τρόπου του θανάτου του, το δικαίωμα στον «αξιοπρεπή» θάνατο, τη φιλευσπλαχνία προς τους ανιάτως πάσχοντες, το δικαίωμα του γιατρού να δρα προς ό,τι εκείνος κρίνει ως όφελος του ασθενούς, την οικονομική επιβάρυνση της κοινωνίας σε άτομα χρονίως πάσχοντα ή ανήμπορα λόγω αναπηρίας να εργαστούν. Ακόμη προτείνεται η νομιμοποίησή της με το σκεπτικό ότι θα επιτρέψει να μπουν επαρκείς ασφαλιστικές δικλείδες, που θα εμποδίσουν ή θα περιστείλουν την κατάχρησή της, αφού το κράτος θα ελέγχει και θα εξετάζει κάθε περίπτωση.
Κατά τους οπαδούς της ευθανασίας, η καθιέρωση του μέτρου θα αποτελούσε ορθολογική πράξη φιλανθρωπίας και θα προκαλούσε ανακούφιση στα μέλη της κοινωνίας, τα οποία θα ηρεμούσαν με τη σκέψη ότι λειτουργούν μηχανισμοί που κάποτε θα τα απαλλάξουν από τις ενδεχόμενα φριχτές συνθήκες του αναπόφευκτου τέλους της ζωής τους.
Από την άλλη πλευρά οι αντίπαλοι της ευθανασίας, απορρίπτουν την ιδέα αφαίρεσης μιας ανθρώπινης ζωής. Κατ’ αυτούς, η αποτίμηση της αξίας ή της απαξίας μιας ζωής, ακόμη και της πιο βασανισμένης, δεν υπάγεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Εξάλλου, η καθιέρωση του μέτρου δεν θα επιτείνει το υπαρξιακό άγχος κατά τη γνώμη τους γιατί θα δημιουργήσει ζωηρότατες αμφιβολίες κατά πόσο στην περίπτωση του κάθε ενδιαφερομένου θα ισχύσουν αλάνθαστα επιστημονικά και ανθρωπιστικά κριτήρια και όχι κοινωνικές, οικονομικές, ή ακόμη και πολιτικές σκοπιμότητες [10]. Ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι υποστηρικτές της ευθανασίας υπάρχουν και στην Ελλάδα.
Η νομική αντίθεση.
Στη χώρα μας, το ελληνικό ποινικό δίκαιο προστατεύει την ανθρώπινη ζωή κατά τρόπο απόλυτο, υπό οποιαδήποτε μορφή, δηλαδή, κι αν εμφανίζεται. «Όποιος επιφέρει το θάνατο ανθρώπινης ύπαρξης, έστω και αν πρόκειται για νεογέννητο μη βιώσιμο λόγω πρόωρου τοκετού, ή διαμαρτυρίας περί τη διάπλαση, ή για άνθρωπο ετοιμοθάνατο εξ οιουδήποτε λόγου, θεωρείται ένοχος ανθρωποκτονίας και υπέχει ποινική ευθύνη» κατά το άρθρο 299 του Ποινικού Κώδικα».[11]
Ευθανασία και Θεολογία.
Η ευθανασία ως καλός και ήρεμος θάνατος όχι μόνο δεν απορρίπτεται από την χριστιανική πίστη και την εκκλησία αλλά αποτελεί και αντικείμενο προσευχής στη λειτουργική πράξη της ζωής. Το επαναλαμβανόμενο αίτημα σε κάθε λατρευτική σύναξη «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα , ανεπαίσχυντα, ειρηνικά…» αλλά και το οσιακό τέλος με έναν ήρεμο και ειρηνικό θάνατο έρχεται να ενισχύσει αυτή την άποψη. Ωστόσο αυτό δεν έρχεται επ’ ουδενί λόγω να συνηγορήσει ή να νομιμοποιήσει την άποψη αυτή και δεν παρέχει καμία «χριστιανική» θεμελίωση και κατοχύρωση στους υποστηρικτές μιας τέτοιας άποψης.[12]
Η θέση της Εκκλησίας.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος χαρακτήρισε «ύβρη κατά του Θεού» την απόφαση της Ολλανδίας. Ο Παγκόσμιος Ιατρικός Σύλλογος θεωρεί ότι οποιαδήποτε μορφή ευθανασίας αντίκειται στην ιατρική ηθική, ενώ καταδίκασε σχεδόν όμόφωνα (με τη διαφοροποίηση μόνο του Ολλανδού εκπροσώπου) την ολλανδική πρωτοβουλία. Ανάλογο είναι το κλίμα και ανάμεσα στην ελληνική ιατρική κοινότητα. Πολλοί γιατροί θεωρούν ότι με την ευθανασία παραβιάζεται το θεμέλιο της ιατρικής φιλοσοφίας, δηλαδή ο όρκος του Ιπποκράτη που ρητά αναφέρει: να μη δώσω ποτέ σε κανέναν, έστω κι αν μου το ζητήσει, θανατηφόρο φάρμακο, ούτε να δώσω ποτέ τέτοια συμβουλή .
Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σε ομιλία του στο Πανελλήνιο Συνέδριο Χειρουργών που έγινε το 2000 σημείωσε πως με βάση στοιχεία διεθνών οργανώσεων που είναι εναντίον της ευθανασίας, στην Ολλανδία μερικώς είχε αποποινικοποιηθεί η ευθανασία από το 1994. Από τότε και μέχρι την τελευταία αναφορά της IAETF (International Anti Euthanasia Task Force) παρατηρήθηκαν πολλές περιπτώσεις που η ευθανασία επεβλήθη από τους συγγενείς του ασθενούς για λόγους συμφέροντος.[13]
Η Εκκλησία είναι αντίθετη σε κάθε μορφή ευθανασίας γιατί η ίδια ενδιαφέρεται να δώσει στον άνθρωπο τη ζωή, την προ του θανάτου και μετά από αυτόν. Μόνο ο Θεός ως δωρεοδότης της ζωής μπορεί και δικαιούται να αποφασίζει για το τέλος κάθε ανθρώπου, αν θα είναι επώδυνο ή όχι και ακόμη περισσότερο για το πότε θα έρθει αυτό. Η Εκκλησία εκτός από τον οσιακό και ανώδυνο θάνατο τιμά και το μαρτυρικό και επώδυνο θάνατο, και μάλιστα όταν οφείλεται όχι μόνο σε ομολογία του Χριστού αλλά και σε αρρώστιες και άλλες οδυνηρές δοκιμασίες που ο άνθρωπος αγωνίζεται και υπομένει με ελπίδα στο Θεό. Ο πόνος συνδέεται με το νόμο του θανάτου και έχει καθαρτική αξία. Επομένως ο καλός ή ο κακός θάνατος δεν προσδιορίζεται από την εξωτερική του μορφή, αλλά από την εσωτερική κατάσταση με την οποία τον αντιμετωπίζει ο άνθρωπος.[14]
Με την ευθανασία ο άνθρωπος καταλύει: α) την παρουσία του Θεού και την Πρόνοιά Του για τον κόσμο, β) το έργο που πρόσφερε ο Χριστός για τη σωτηρία του κόσμου, γ) την ψυχοσωματική σύσταση του ανθρώπου, που αντιμετωπίζεται μηχανικά και υλιστικά και δ) τη θέση του δημιουργήματος που επεμβαίνει στο έργο του Δημιουργού, με τη δικαιολογία ότι δεν μπορεί να βλέπει το συνάνθρωπό του να πάσχει και να υποφέρει αδιάκοπα.[15]
Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, στην ομιλία του, περιέγραψε μια εφιαλτική «λογική» κοινωνία. Όταν επικρατήσει η άποψη, τόνισε, ότι ο άνθρωπος πρέπει να πεθαίνει με «αξιοπρέπεια» τότε δεν αποκλείεται να επιβληθεί και η απαλλαγή από ασθενείς πολύ ηλικιωμένους, που σύμφωνα με την άποψη των υπευθύνων για την τύχη τους, ολοκλήρωσαν τον κύκλο της ζωής τους, δεν υπάρχει ελπίδα να επιζήσουν για πολύ, έχουν πόνους και στοιχίζουν πολλά χρήματα στην κοινωνία, την οποία, κάθε μέρα που μένει στο νοσοκομείο και του χορηγούνται φάρμακα, την επιβαρύνει όλο και περισσότερο…
Κατά την άποψη του Μακαριστού Χριστόδουλου δεν είναι μακριά η εποχή που τα 90 χρόνια θα είναι ο μ.ο. ζωής του ανθρώπου. Το 2020 οι πάνω από 65 χρόνων κάτοικοι της Ελλάδος θα αποτελούν το 22% περίπου του πληθυσμού της και στην Ε.Ε. το 2025 το 10% του πληθυσμού θα είναι πάνω από 75 χρόνων… και συνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος αν δεν επικρατήσει στις ψυχές των ανθρώπων ο νόμος της αγάπης και της πίστεως, τότε θα έλθει η εφιαλτική ώρα που ο άνθρωπος θα αντιμετωπίζεται ως αυτοκίνητο, που όταν παλιώνει και η συντήρησή του γίνεται πανάκριβη, πετιέται και γίνεται μπάλα από παλιοσίδερα.[16]
Συμπερασματικά λοιπόν διαπιστώνουμε την αντίθεση μεταξύ επιστήμης και Θεολογίας, αναφορικά με την ευθανασία. Ο Ονφρέ Μισέλ (Onfray Michel) ισχυρίζεται ότι η Θεολογία πρέπει να παραχωρήσει τη θέση της στη Φιλοσοφία. Ορίζει πως «Ναι μεν υπάρχει η αναγκαιότητα αλλά δεν έχουμε καμία υποχρέωση να ζήσουμε σύμφωνα με την αναγκαιότητα. Μπορούμε να επιλέξουμε να εγκαταλείψουμε τη ζωή κατά τη διακριτική μας ευχέρεια, το σώμα μας ανήκει. Η αξία μιας ζωής δεν έγκειται στην ποσότητα αλλά στην ποιότητα αυτής. Ένας καλός θάνατος είναι προτιμότερος από μια άσχημη ζωή, οφείλουμε να ζούμε όπως πρέπει όχι όπως μπορούμε. Η επιλογή τελικά ενός καλού θανάτου είναι προτιμότερη από το μαρτύριο μιας άσχημης ζωής[17]».
Ενώ από απέναντι ο Ιερός Χρυσόστομος αναφωνεί : «Δεν είναι ο θάνατος κακός αλλά ο κακός θάνατος είναι κακός.»[18]
Και δεν αποτελεί μύθο το γεγονός πως τελικά, η ευθανασία, ενώ δικαιολογείται κοσμικώς ως «αξιοπρεπής θάνατος», στην πραγματικότητα αποτελεί υποβοηθούμενη αυτοκτονία, δηλαδή συνδυασμό φόνου και αυτοχειρίας. Το λεγόμενο «δικαίωμα στον θάνατο», πού αποτελεί την νομική κατοχύρωση της ευθανασίας, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε απειλή της ζωής των ασθενών πού αδυνατούν να ανταποκριθούν οικονομικά στις απαιτήσεις θεραπείας και νοσηλείας τους.[19]
Παραπομπές:
[1] Εγκυκλοπαίδεια των θρησκειών, Τ. 2, Εκδόσεις Αλκυών.
[2] Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, Στρατηγικές Εκδόσεις, Αθήνα 2012, Τ. 7, σ. 348.
[3] Μελέτη Γ., Ερωτήματα στον Ιησού Χριστό (1996)3 3σ. 41.
[4] Κεσελόπουλου Α., Σύγχρονες προκλήσεις βιοηθικής, στον τόμο Χριστιανισμός και Ευρώπη, Παγκρήτιο θεολογικό Συνέδριο (1997).
[5] Μελέτη, ό.π. σ. 342.
[6] Αργυρόπουλου Α., Τριανταφύλλου Δ., Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, Γ’ Ενιαίου Λυκείου (χ.χ.) 161.
[7] Παπαθανασόπουλου Γ., “Χριστόδουλος: Όχι στην ευθανασία” άρθρο στο ένθετο Ορθοδοξία και Ελληνισμός του Τύπου της Κυριακής, (10/12/2000)
[8] Γ. Ελαφρού, Το δικαίωμα σ’ έναν αξιοπρεπή θάνατο, εφημ. Καθημερινή (21/04/02), σ. 26.
[9] Κεσελόπουλος, ό.π.
[10] Γ. Βλάχου, Ευθανασία, Έγκλημα εκ προμελέτης ή λύτρωση; God and Religion, Απρίλιος 1999, σ. 65-69
[11] Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον, ειδικό μέρος Α’, (1974) 25.
[12] Μ.Ο.Χ.Ε. ό. π.
[13] Παπαθανασόπουλου, ό.π.σ. 3.
[14] Κεσελόπουλου, ό.π.
[15] Γρηγοριάδου Κων/νου, Χριστιανική Ηθική, (1975).
[16] Παπαθανασόπουλου, ό.π.
[17] Onfray Michel, H Δύναμη της ύπαρξης, Ηδονιστικό μανιφέστο, Αθήνα: Εξάντας, σσ. 197-199
[18] Μ.Ο.Χ.Ε. ό. π.
[19] «Η θέσις της Εκκλησίας επί του θέματος της Ευθανασίας», Εισήγησις μακαριστού. Μητρ. Φθιώτιδος κυρού Νικολάου, Ι.Σ.Ι. , Οκτώβριος 2002