Στο πλαίσιο ενός κλιμακούμενου ενδιαφέροντος για την τουριστική ανάπτυξη της Καλαμάτας και της Μεσσηνίας εν γένει και αντιμετωπίζοντας με κριτική ματιά την έκθεση «Άρτος – Οίνος – Έλαιον» που διοργάνωσε ο Δήμος Καλαμάτας και πραγματοποιήθηκε στα τέλη Αυγούστου, εκτός από τα θετικά σχόλια που αναφέρθηκαν και τα εύσημα που αποδόθηκαν, καλό είναι να τονιστούν και σημεία τα οποία καταδεικνύουν περιθώρια βελτίωσής της. Κριτική, αργοπορημένη μεν αλλά αρκετά έγκαιρη, ώστε να ληφθεί υπόψη από τους ιθύνοντες για την επόμενη διοργάνωση. Με καλόπιστη και εποικοδομητική, φυσικά, διάθεση και χωρίς μηδενιστική, απέναντι σε όσους και όσες συνετέλεσαν στην πραγματοποίησή της, πρόθεση.
Με βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της περιοχής μας, κατά κοινή ομολογία, τον αγροτικό τομέα και τον τουρισμό, η φιλοσοφία πίσω από μια τέτοια έκθεση είναι ή θα πρέπει να είναι η προβολή των αγροδιατροφικών προϊόντων, παραδοσιακών και μη, της κουζίνας, των ηθών και των εθίμων καθώς και της λαϊκής παράδοσης που συνδέονται με την ταυτότητα της περιοχής μας. Και όλα αυτά, να εντάσσονται στο
πλαίσιο του εγχειρήματος διατήρησης της παράδοσης και προώθησης των τοπικών προϊόντων, αλλά και ταυτόχρονα να υπηρετούν τη στρατηγική τουριστικής ανάπτυξης μέσω της συμβολής τους στη διαμόρφωση και την ανάδειξη της μοναδικότητας του τουριστικού μας προϊόντος. Περιορίζοντας την κριτική σε μια βασική πτυχή της έκθεσης, αυτής των περιπτέρων, γίνεται φανερό από τα ακόλουθα πως οι προαναφερθέντες στόχοι δεν ικανοποιήθηκαν!
Ακόμα και για όποιον δεν διαπνέεται από ακραίες τοπικιστικές αντιλήψεις, δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητο το δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό εκθετών που προέρχονταν από περιοχές εκτός της Μεσσηνίας. Προβάλλονταν και πωλούνταν προϊόντα άλλων περιοχών, με ενδεικτική αναφορά στο μέλι, στην τσικουδιά και στα τυροκομικά είδη από την Κρήτη, στην μπύρα και στους οίνους από την Κορινθία και στα ζυμαρικά από την Ηλεία. Μακριά από σοβινιστικά κίνητρα και με απόλυτο σεβασμό στους προερχόμενους από άλλες περιοχές εκθέτες, η διαπίστωση αυτή δεν πρέπει να διαλανθάνει της προσοχής μας αλλά να τύχει της πρέπουσας αξιολόγησης και της κριτικής μας στάσης.
Με δεδομένο πως διοργανωτής της έκθεσης ήταν ο Δήμος, αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα ερωτήματα που ακολουθούν. Τι εντύπωση, αποκόμισαν επισκέπτες της πόλης μας οι οποίοι, προσερχόμενοι στην έκθεση, είχαν, λογικά, συγκεκριμένες προσδοκίες ως προς την προέλευση των εκθεμάτων; Πώς αισθάνθηκαν οι συνδημότες μας από την προβολή και προώθηση προϊόντων άλλων περιοχών; Πώς αισθάνθηκαν οι επαγγελματίες της περιοχής που συμμετείχαν ως εκθέτες, έχοντας ανταγωνιστές, στην προβολή αλλά και στην πώληση των προϊόντων τους, εκθέτες από άλλες περιοχές της χώρας; Η
σύγχυση, η απορία και η δυσαρέσκεια συγκαταλέγονται αναμφίβολα ανάμεσα στα προκληθέντα συναισθήματα σημαντικής μερίδας επισκεπτών και εκθετών. Το κυρίαρχο όμως ερώτημα που χρήζει απαντήσεως από τη δημοτική αρχή είναι εάν και κατά πόσο η αλλοίωση του χαρακτήρα της έκθεσης και η απομάκρυνση από τη φιλοσοφία καθιέρωσής της, εξυπηρετούν τη στρατηγική ανάπτυξης της περιοχής, η οποία πρέπει να είναι πλήρως αποσαφηνισμένη και διάφανη, ή, εάν αντίθετα, τη δυσχεραίνουν θολώνοντάς την.
Από την άλλη μεριά, η συμμετοχή εκθετών που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στη Μεσσηνία ήταν απογοητευτικά μικρή – ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς το δυναμικό της περιοχής – γεγονός που συνιστά πιθανή αιτία και ταυτόχρονα πιθανή δικαιολογία αυτής της διεύρυνσης της γεωγραφικής προέλευσης των εκθετών. Το μεγάλο πλήθος των εκθετών, όμως, δεν αρκεί, για να αξιολογηθεί θετικά μια έκθεση. είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Πέρα από τα ποσοτικά και οικονομικά κριτήρια, μια έκθεση πρέπει να αξιολογείται βάσει της φιλοσοφίας που τη διέπει και του επιδιωκόμενου στόχου της. Το πρόβλημα της μικρής συμμετοχής ντόπιων παραγωγών χρήζει ενδελεχούς διερεύνησης. Στις πιθανές αιτίες συγκαταλέγονται η έλλειψη οράματος ή η μη κοινοποίησή του, η αναποτελεσματική επικοινωνία, η απουσία έμπνευσης, η ασαφής στρατηγική, η λανθασμένη τιμολογιακή πολιτική και η έλλειψη ή ο περιορισμένος αριθμός συνεργειών, όπως λόγου χάρη με επιμελητήρια, εκπαιδευτικά ιδρύματα και, γενικότερα, σχετικούς με το αντικείμενο της έκθεσης φορείς. Παραγνωρίζοντας τις αιτίες του προβλήματος και υπό την απειλή της μη βιωσιμότητάς της, η έκθεση καθίσταται αυτοσκοπός χάνοντας τον βασικό λόγο καθιέρωσής της.
Η στόχευση πρέπει να αλλάξει, η έκθεση πρέπει να γίνει πόλος έλξης επισκεπτών, και όχι εκθετών, από όλη την Ελλάδα και, γιατί όχι;, και πέρα από αυτή. Επαγγελματιών, στο πλαίσιο αναζήτησης εμπορικών συνεργασιών με την τοπική αγορά, ελλήνων και ξένων ταξιδευτών που αναζητούν-κυνηγούν γαστρονομικές εμπειρίες, επισκεπτών που θα λειτουργήσουν ως πρεσβευτές των προϊόντων και της γαστρονομικής μας κουλτούρας, εν γένει. Η δημοτική αρχή οφείλει να αντιληφθεί τη σημασία και τη δυναμική της εν λόγω έκθεσης και να τη χρησιμοποιήσει ως ένα σημαντικό εργαλείο στο πλαίσιο εφαρμογής της αναπτυξιακής της στρατηγικής.
Αναζητώντας σχετικές βέλτιστες πρακτικές, εύκολα οδηγείται κανείς στο παράδειγμα της Κρήτης, χωρίς να είναι το μοναδικό, όπου ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η προώθηση των προϊόντων, της κουζίνας και της γαστρονομικής κουλτούρας του τόπου είναι υποδειγματικός. Συγκρίνοντας τις πρακτικές της με τις βέλτιστες, χρησιμοποιώντας δηλαδή τη μέθοδο της συγκριτικής αξιολόγησης (benchmarking), η δημοτική αρχή θα μπορούσε να αναπτύξει σχέδιο «υιοθέτησης» των δεύτερων, αυτούσιων ή κάνοντας τις απαραίτητες προσαρμογές.
Όταν η Μεσσηνία, με την Καλαμάτα δικαιωματικά σε πρωταγωνιστικό ρόλο, προσπαθεί εναγωνίως να τοποθετήσει τα προϊόντα της, παραδοσιακά και μη, στις διεθνείς αγορές, να καθιερωθεί ως γαστρονομικός προορισμός και να ισχυροποιήσει το στίγμα της στο παγκόσμιο τουριστικό στερέωμα, είναι κρίμα να χάνονται ανάλογες ευκαιρίες.