Οι καθημερινές αποκαλύψεις για το πρωτοφανές σκάνδαλο των υποκλοπών κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα. Είναι λογικό. Πρόκειται για μια υπόθεση της οποίας οι διαστάσεις ξεπερνούν και την πιο νοσηρή φαντασία: το Μέγαρο Μαξίμου, μέσα από ένα πολυπλόκαμο σύστημα, φέρεται να παρακολουθούσε επιχειρηματίες, προσωπικότητες του δημόσιου βίου και πολιτικά πρόσωπα ακόμα και πρωτοκλασάτα στελέχη της ίδιας της κυβέρνησης. Κανονικά η συζήτηση θα έπρεπε να σταματά κάπου εδώ. Σε μία ευνομούμενη πολιτεία ο πρωθυπουργός όφειλε να έχει παραιτηθεί έχοντας πρώτα απολογηθεί για τη μεγάλη θεσμική περιπέτεια στην οποία βυθίζει τη χώρα. Ο κύριος Μητσοτάκης αντίθετα προσπαθεί απεγνωσμένα να μείνει γαντζωμένος στην εξουσία.
Η επιλογή αυτή κοστίζει στη χώρα. Και δεν κοστίζει μόνο στο επίπεδο των δημοκρατικών θεσμών. Κοστίζει και στην οικονομία. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας από πολύ νωρίς αποδείχθηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση και την ταυτόχρονη αύξηση των τιμολογίων που αποτυπώνεται στην έκρηξη του πληθωρισμού. Η αποτυχία της σχετιζόταν τόσο με τις ιδεολογικές της εμμονές στην αυτορρύθμιση της αγοράς, όσο και με τις στρατηγικές της επιδιώξεις όπως στην περίπτωση της ιδιωτικοποίησης της ενέργειας. Η συνταγή αυτή οδήγησε εν τέλει σε ένα τοξικό προϊόν: επιδότηση της αισχροκέρδειας, κατασπατάληση των δημόσιων οικονομικών, αυξήσεις στα βασικά καταναλωτικά αγαθά και επιστροφή της χώρας στην εποχή της οικονομικής και δημοσιονομικής ανασφάλειας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία της σχετική έκθεση προειδοποίησε με τον πιο επίσημο τρόπο για τον κίνδυνο που μας απειλεί: η δραματική επιδείνωση της κατάστασης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων εγκυμονεί μία νέα γενιά «κόκκινων δανείων» και την αύξηση του κινδύνου για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας. Τα πράγματα είναι σοβαρά. Η σημερινή κυβέρνηση, μια κυβέρνηση με ήδη επιβαρυμένο μητρώο η οποία πλέον είναι σε κατάσταση διάλυσης, δεν μπορεί να κάνει κάτι για την
αναστροφή της κατάστασης. Κάθε μέρα παραμονής της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία, κοστίζει ακριβά στη χώρα. Και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Η ενεργειακή και πληθωριστική καταιγίδα απαιτεί μία νέα κυβέρνηση που θα δώσει τη μάχη με αποφασιστικότητα και σχέδιο για να βγει η χώρα πιο δυνατή και η οικονομία θωρακισμένη. Αυτή τη στιγμή, πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η αποφασιστική σύγκρουση με τον πυρήνα της ακρίβειας. Αυτή η σύγκρουση αφορά πρωτίστως τον τομέα της ενέργειας: με την επιβολή πλαφόν, τη μείωση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, την πραγματική φορολόγηση των υπερκερδών και φυσικά τον έλεγχο και την τιμωρία της αισχροκέρδειας. Το δημιουργικό σοκ που περιγράφει η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα έχει ως αποτέλεσμα την άμεση αποκλιμάκωση των τιμών σε κρίσιμους τομείς. Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα που σε συνδυασμό με θεσμικές μεταρρυθμίσεις -όπως για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους- μπορεί να βάλει φρένο στην ακρίβεια και να εξασφαλίσει τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας
Δεν υπάρχει προφανώς μαγική λύση σε ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα. Την ίδια στιγμή όμως, η δυσκολία της κατάστασης δεν συνεπάγεται την απουσία λύσεων. Η διάλυση του παραγωγικού ιστού, η όξυνση των ανισοτήτων, η εργασιακή επισφάλεια δεν είναι μονόδρομος. Η πολιτική εδώ έχει σημασία. Και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι εκείνη η πολιτική δύναμη που έχει αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί τα κληροδοτημένα αδιέξοδα και να προωθεί πολιτικές ανάπτυξης, κοινωνικής δικαιοσύνης και προοδευτικών μεταρρυθμίσεων. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και η προοδευτική κυβέρνηση που προτείνει είναι η μόνη λύση. Απέναντι σε ένα σύστημα εξουσίας που αποδεικνύεται αναποτελεσματικό και βαθιά διεφθαρμένο, η χώρα χρειάζεται μία νέα αρχή. Μια νέα αρχή κοινωνικής και οικονομικής αυτοπεποίθησης σε μία πολιτεία δικαιοσύνης.