-Έχουν περάσει περίπου 40 ημέρες από τις εσωκομματικές εκλογές και την ανάδειξη της νέας ηγεσίας και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε κατάσταση εμφυλίου και σε διαρκή πτώση στα ποσοστά του. Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει για να ξεπεραστεί η κρίση; Μπορεί να βρεθεί «modus vivendi» ή το διαζύγιο (τουλάχιστον με κάποια στελέχη) είναι αναπόφευκτο;
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται σε μια δοκιμασία. Αυτό το ομολογούμε όλοι και σχετίζεται με τη μετάβασή μας σε μια νέα πραγματικότητα. Η απάντηση σε αυτήν την κατάσταση δεν είναι -ούτε ποτέ ήταν- οργανωτική. Είναι πολιτική. Αυτό που χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι η πολιτική του ανασυγκρότηση, η τεκμηρίωση του αντιπολιτευτικού του λόγου και η δημιουργία μιας σύγχρονης αριστερής και προοδευτικής ατζέντας πάνω στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής μας. Και εκεί, χρειαζόμαστε συλλογική δουλειά. Θα σας πω ένα παράδειγμα: πώς θα έχουμε ισχυρό και αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος αν δεν συζητήσουμε για μια νέα, δίκαιη και προοδευτική φορολογική πολιτική που θα υποχρεώνει τους ισχυρούς να μοιράζονται μέρος του πλούτου τους; Κατά συνέπεια, στροφή στην πολιτική συζήτηση.
-Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρέπεμψε τέσσερα στελέχη με τη δική τους ιστορία στον χώρο για διαγραφή από το κόμμα για δηλώσεις που θεωρεί ότι ξεπέρασαν τα όρια. Στο κείμενο με το οποίο κάνατε παρέμβαση στις εξελίξεις αναφέρετε πως η πορεία προς το Συνέδριο δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από λογικές εσωτερικού εχθρού και πρακτικές εκκαθαρίσεων. Θεωρείτε πως πρέπει να ανακληθεί η απόφαση αυτή;
Οι πρακτικές των εκκαθαρίσεων έχουν κοστίσει πολύ στην ιστορία της αριστεράς στον 20ο αιώνα. Για το λόγο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπήρξε ένα κόμμα που συστηματικά και με επίπονο πολλές φορές τρόπο απέφυγε όλα αυτά τα χρόνια την κουλτούρα των διαγραφών, της δαιμονοποίησης της άλλης άποψης, της αναζήτησης εσωτερικών εχθρών. Ακόμα και σε περιπτώσεις δημόσιων τοποθετήσεων που μπορεί να είναι προβληματικές, η απάντηση εκ μέρους της ηγεσίας δεν μπορεί να οδηγεί σε επικίνδυνη όξυνση και αντικαταστατικές πρακτικές. Η ενότητα, για την οποία κάποιοι εξ ημών έχουμε δώσει μεγάλες μάχες όλα αυτά τα χρόνια, προϋποθέτει συλλογικότητα, τήρηση των διαδικασιών, σεβασμό στις συλλογικές μας αρχές. Η ανάκληση των διαγραφών -οι οποίες άλλωστε δεν έχουν επικυρωθεί- μπορεί να συμβάλλει στο να επενδύσουμε τον χρόνο μας σε αυτό που έχει σημασία: στην πολιτική αντιμετώπιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
-Κάποιοι κατηγορούν την Έφη Αχτσιόγλου και τα στελέχη που την στήριξαν στην εσωκομματική διαδικασία (μεταξύ αυτών και εσείς) ότι μετά την εκλογή Κασσελάκη κάνουν «λευκή απεργία» επικαλούμενοι ουσιαστικά την άρνηση σας να αναλάβετε κάποιο τομέα ευθύνης. Για ποιο λόγο κρατήσατε αποστάσεις και μια στάση «σιωπής» μετά τις εσωκομματικές εκλογές;
Όπως συζήτησα με τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, θεωρώ λογικό και πολιτικά έντιμο να δοθεί η δυνατότητα στην νέα ηγεσία να προχωρήσει στις αναγκαίες τομές που εκτιμά ότι χρειάζονται στη λειτουργία του κόμματος καταρχήν με τα στελέχη εκείνα που συμφωνούσαν με τις εξαγγελίες και τους προσανατολισμούς του όπως διατυπώθηκαν στην πορεία της προεδρικής εκλογής.
Συνεχίζω να συμβάλλω καθημερινά στη συλλογική λειτουργία της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας, να παρεμβαίνω δημοσίως σε μείζονα ζητήματα που προκύπτουν από την αντικοινωνική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, να καταθέτω κοινοβουλευτικές ερωτήσεις και να εκπροσωπώ τους πολίτες της Μεσσηνίας που με εμπιστεύτηκαν στις πρόσφατες εκλογές.
-Το ερχόμενο Σάββατο συνεδριάζει η Κεντρική Επιτροπή. Θεωρείτε πως θα είναι καθοριστική για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ; Φοβάστε ότι θα επισημοποιηθεί η «διάσπαση» καθώς όλα δείχνουν πως η Ομπρέλα έχει πάρει τις αποφάσεις της;
Δεν είναι δική μου δουλειά να συμβάλλω στην κυκλοφορία ή αναπαραγωγή της όποιας φημολογίας. Δική μου υποχρέωση είναι να απαιτήσω και να βοηθήσω στο να έχουμε μια προγραμματική, πολιτική και ουσιαστική συζήτηση πάνω στα κρίσιμα ζητήματα που βρίσκονται μπροστά μας. Πρώτον, το μέτωπο κατά της ακρίβειας και της νέας εποχής ενεργειακής φτώχειας. Δεύτερον, ο πόλεμος στη Γάζα και η εύρεση ρωγμών για διεθνείς πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της εκεχειρίας και της δίκαιης επίλυσης του Παλαιστινιακού ζητήματος. Τρίτον, ο οδικός χάρτης του κόμματος μας για το συνέδριο της ιδεολογικής και πολιτικής μας ανασυγκρότησης και το σχέδιο δράσης ενόψει των κρίσιμων ευρωεκλογών του Ιουνίου του 2024.
-Εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ, φλέγεται κυριολεκτικά η Μέση Ανατολή με τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς. Θεωρείτε υπαρκτό τον κίνδυνο ευρύτερης σύγκρουσης και γιατί θεωρείτε ως κόμμα επικίνδυνη τη μέχρι τώρα στάση της ελληνικής κυβέρνησης;
Ο κίνδυνος ευρύτερης σύγκρουσης δεν είναι κάπου στο μέλλον. Συμβαίνει ήδη. Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι η Γάζα απέχει από την Ελλάδα λιγότερο από όσο απέχουμε από το Λονδίνο για παράδειγμα. Είναι η γειτονιά μας. Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης είναι πολλαπλά προβληματική. Και ηθικά και πολιτικά. Εκκίνησε -και ορθά- από την καταδίκη της τρομοκρατικής επίθεσης της Χαμάς, αλλά στη συνέχεια υιοθέτησε πλήρως τη φιλοπόλεμη προπαγάνδα της κυβέρνησης του Ισραήλ που αυτή τη στιγμή ισοπεδώνει μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη και αντιμετωπίζει έναν ολόκληρο λαό με όρους εθνοκάθαρσης και συλλογικής ευθύνης. Αυτή η πολιτική αποτυπώθηκε τόσο στην επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στο Ισραήλ, όσο και στη στάση της ελληνικής κυβέρνησης στον ΟΗΕ όπου απείχε από την κρίσιμη ψηφοφορία για την ανθρωπιστική εκεχειρία στη Γάζα.
Πρόκειται για επιλογές με τις οποίες διαφωνώ αξιακά. Αλλά αυτό είναι το πρώτο επίπεδο. Το δεύτερο είναι να σκεφτεί κανείς πόσο συμφέρει τη χώρα μας η εγκατάλειψη του παραδοσιακού της ρόλου ως παράγοντα σταθερότητας και ειρήνευσης στην περιοχή.
-Μέσα στην εβδομάδα συνεδρίασε η Κοινοβουλευτική Ομάδα αφήνοντας για λίγο την εσωστρέφεια και ρίχνοντας το βάρος στο θέμα της ακρίβειας που συνεχίζει να ροκανίζει το εισόδημα των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων. Παρά τις προειδοποιήσεις Μητσοτάκη ότι η χώρα δεν είναι μπανανία προς τις πολυεθνικές, φαίνεται πως το μήνυμα δεν ελήφθη.
Το πρόβλημα της ακρίβειας δεν είναι σημερινό. Πρόκειται πλέον για μια εμπεδωμένη πραγματικότητα που υπονομεύει τα οικονομικά θεμέλια της χώρας και πλήττει το σύνολο των πολιτών και ιδιαίτερα τα πιο ευάλωτα στρώματα. Η κυβέρνηση συνεχίζει την εμφανώς αναποτελεσματική πολιτική των επιδομάτων, η οποία έχει επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά της χώρας με τρόπο εξαιρετικά ανησυχητικό. Αν αυτά τα χρήματα είχαν δοθεί για ελέγχους σε όλη την παραγωγική και εμπορική αλυσίδα, μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης, μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα και για την πάταξη της αισχροκέρδειας η εικόνα θα ήταν πολύ καλύτερη. Η ιδεολογική μονομέρεια της κυβέρνησης υπέρ των οικονομικά ισχυρών οδηγεί στον πληθωρισμό της απληστίας μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων και σε έναν φαύλο και επίπονο κύκλο για την κοινωνική πλειοψηφία.