• Αναζήτηση

Αρκαδία: Το σπίτι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Λιμποβίσι

Τα λημέρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στις βουνοπλαγιές του Μαίναλου και το σπίτι του Γέρου του Μοριά στο Λιμποβίσι Αρκαδίας, αφήνουν μια σπίθα ζωής αναμμένη σε αυτούς τους άγριους και απάτητους τόπους, της Πελοποννήσου.

Το Λιμποβίσι χτισμένο στα 1210 μ. υψόμετρο, απέχει 38 χιλιόμετρα από την Τρίπολη και 30 χιλιόμετρα από τη Μεγαλόπολη. Βρίσκεται κυριολεκτικά στη μέση του βουνού, σε ένα καταπράσινο φυσικό περιβάλλον που το βλέμμα δεν πιάνει τίποτα άλλο, εκτός από πλαγιές σκεπασμένες με πυκνά δάση. Ένα μέρος που αν δεν το βάραινε η βαριά ιστορία του, εύκολα θα μπορούσε κανείς να το παρομοιάσει με παραμυθένιο.

Όποιον δρόμο και να ακολουθήσει κανείς για να προσεγγίσει τα λημέρια του Κολοκοτρώνη, θα μαγευτεί από τα άγρια απέραντα βουνά και τις χαράδρες, που θα τον συντροφεύουν σε όλη τη διαδρομή.

Το ερειπωμένο Λιμποβίσι στις βουνοπλαγιές του Μαίναλου και το σπίτι του Κολοκοτρώνη που λειτουργεί ως μουσείο

Στο Λιμποβίσι, εκτός από το ανοιχτό μουσείο, την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και το καφενείο, δεν υπάρχει κανένα άλλο κτίσμα, που να δηλώνει πως εδώ κάποτε άκμασε ένα χωριό· πως εδώ γεννήθηκαν κι έζησαν άνθρωποι, οι οποίοι πάλεψαν για την επιβίωσή τους και για την ελευθερία. Η πλατεία, η εκκλησία και η ανοικοδόμηση του σπιτιού του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έχουν γίνει με ιδιωτικές πρωτοβουλίες και δαπάνες.

Οι πεζοπορικές διαδρομές που ξεκινούν από το πλακόστρωτο πλάτωμα, αποτελούν ίσως την πιο αληθινή εμπειρία για κάποιον που θέλει, έστω και νοητά, να μεταφερθεί σε μια άλλη Ελλάδα, όπου φύση και άνθρωπος, συμπορεύονταν στη ζωή.

Το καφενείο και το μουσείο (δωρεάν είσοδος) λειτουργούν τα Σαββατοκύριακα από το πρωί μέχρι το απόγευμα, με το ωράριο να διαφέρει ανάλογα την εποχή. Τον χειμώνα η φωτιά στο τζάκι του δημοτικού καφενείου, δημιουργεί το τέλειο κλίμα θαλπωρής, ενώ το καλοκαίρι η δροσιά στη βεράντα και η μαγευτική θέα στις βουνοπλαγιές, κάνουν τον επισκέπτη να νιώθει χαμένος σε μια παραίσθηση.

Το επισκέψιμο ανοιχτό μουσείο, που παρουσιάζεται ως το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Έλληνας στρατηγός, δεν είναι το πραγματικό. Ο επισκέψιμος χώρος, αποτελεί μια πιστή ανακατασκευή πέτρινου οικήματος, της ορεινής Αρκαδίας των προεπαναστατικών χρόνων. Ωστόσο, ακριβώς δίπλα από το μουσείο, βρίσκονται τα πέτρινα θεμέλια του πραγματικού Κολοκοτρωναίκου σπιτιού.

Το μουσείο, αποτελείται από τον ισόγειο χώρο κι ένα πατάρι. Μεταξύ των εκθεμάτων, θα δει κανείς λάβαρα του Αγώνα, παραδοσιακές φορεσιές, χειρόγραφα και άλλα αντικείμενα της εποχής. Στον προαύλιο χώρο του μουσείου, υπάρχει η προτομή του ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Οι μαρμάρινες επιγραφές, δίνουν μια σαφή εικόνα του χώρου στον επισκέπτη, ενώ η είσοδος στο μουσείο γεννάει έντονα συναισθήματα.

Οι 12 γενεές Κολοκοτρωναίων που έζησαν στα ορεινά του Μαίναλου και τα λημέρια του Γέρου

Η οικοδόμηση του οικισμού Λιμποβίσι, τοποθετείται στον Μεσαίωνα και συγκεκριμένα στα ενετικά χρόνια. Παρά το δύσβατο της περιοχής και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, το χωριό έφτασε να απαριθμεί περίπου πεντακόσιους κατοίκους, σύμφωνα με την ενετική απογραφή του 1711.

Στις μέρες μας, ένα τόσο μεγάλο υψόμετρο και ένα τόσο απομονωμένο μέρος, δεν είναι καθόλου δελεαστικό μέρος για μόνιμη κατοικία. Τις εποχές εκείνες όμως, τα χωριά χτίζονταν με άλλα κριτήρια, όπως εκείνα της εύκολης πρόσβασης σε νερό ή τροφή για τους ανθρώπους και τα ζωντανά τους, ακόμη και με το κριτήριο ενός καλού καταφυγίου, ώστε οι κάτοικοι να μην γίνονται εύκολα αντιληπτοί, από τους εχθρούς.

Έτσι λοιπόν, στο κρυμμένο Λιμποβίσι ή Λιμποβίτσι, όπως συνηθιζόταν να αποκαλείται το χωριό παλαιότερα, έζησαν δώδεκα γενιές Κολοκοτρωναίων. Η αρχή αυτής της μακράς παράδοσης, ανάγεται στον Τριανταφυλλάκο Τσεργίνη, προπάτορα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος έψαξε ένα μέρος να κρυφτεί, μετά από μια αποτυχημένη εξέγερση κατά των Τούρκων στη Μεσσηνία, το μακρινό 1536.

Μετά την εγκατάσταση στο ορεινά της Αρκαδίας, το όνομα της οικογένειας άλλαξε σε Μπότσικας κι αργότερα σε Κολοκοτρώνης. Σύμφωνα με την παράδοση, ένας Αρβανίτης χαρακτήρισε κάποιον από την οικογένεια ως Μπιθεκούρα, αυτός δηλαδή που έχει δυνατά οπίσθια. Η μετάφραση στα ελληνικά, έγινε ως Κολοκοτρώνης και υιοθετήθηκε σαν επώνυμο, από τις μεταγενέστερες γενιές.

Σήμερα, στον προαύλιο χώρο του ανοιχτού μουσείου, υπάρχει σχετική μαρμάρινη επιγραφή με τις δώδεκα γενεές των Κολοκοτρωναίων, που έζησαν στο Λιμποβίσι.

Ροή Ειδήσεων