*του Παναγιώτη Λαργκόβα
Σε πρόσφατη παρέμβασή του στη διαδικτυακή συζήτηση με θέμα «Climate change: An existential crisis», ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης διατύπωσε τη θέση ότι απαιτείται αναθεώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, υπό το φως και των φιλόδοξων στόχων σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην κατεύθυνση της πράσινης μετάβασης. Ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε πως οι μέχρι πρότινος αυστηροί στόχοι του Συμφώνου Σταθερότητας μοιάζουν πλέον απαρχαιωμένοι. Σήμερα, μετά από δύο σημαντικές κρίσεις, οικονομική και υγειονομική, μπορούμε με μεγάλη βεβαιότητα να πούμε ότι, όντως, είναι απαραίτητη η αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Εφόσον επιθυμούμε να διατηρήσουμε ένα δημοσιονομικό πλαίσιο βασισμένο σε κανόνες, το σχετικό σύνολο κανόνων θα πρέπει να πληροί κάποια κριτήρια, π.χ. απλότητα, διαφάνεια, συνέπεια, συνοχή, αντικυκλικότητα, ευκολία στην εφαρμογή και παρακολούθηση και, τέλος, υψηλή αποτελεσματικότητα αναφορικά με τους επιδιωκόμενους στόχους.
Το υφιστάμενο δημοσιονομικό πλαίσιο αποδίδει πρωταρχική σημασία στον κανόνα του 3% για το δημοσιονομικό έλλειμμα και τον κανόνα του 60% για το δημόσιο χρέος. Ομως, και οι δύο κανόνες πρέπει να επανεξεταστούν, δεδομένου ότι έχει αλλάξει ριζικά το οικονομικό περιβάλλον από την αρχική σύλληψη και εισαγωγή τους, πριν από αρκετές δεκαετίες. Για παράδειγμα, οι μεταβαλλόμενοι χρηματοδοτικοί όροι έθεσαν τη συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους υπό ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα. Η διατήρηση μιας ενιαίας τιμής αναφοράς χρέους για όλα τα κράτη-μέλη, που χαρακτηρίζονται, όμως, από σημαντική ετερογένεια, φαίνεται να στερείται πλέον δικαιολογητικής βάσης και σκοπιμότητας στο παρόν πλαίσιο, ιδίως στη μετα-COVID εποχή.
Θεωρώ ότι το αναθεωρημένο πλαίσιο του ΣΣΑ θα πρέπει να ενθαρρύνει την αντικυκλικότητα, στη λογική που υπαγορεύει τη δημιουργία δημοσιονομικών αποθεμάτων σε καλές περιόδους, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η στήριξη της οικονομίας σε περιόδους ύφεσης. Με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η εξισορρόπηση των στόχων της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της οικονομικής σταθεροποίησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημασία της αντικυκλικής πολιτικής αναδείχθηκε ξεκάθαρα στην περίοδο της πανδημίας. Επίσης, η εισαγωγή στοιχείων ευελιξίας στο δημοσιονομικό πλαίσιο κατά τα τελευταία χρόνια, με στόχο την αύξηση του δημοσιονομικού χώρου για σταθεροποίηση, κρίνεται σκόπιμη και δικαιολογημένη. Σχετικά με αυτό, αρκεί να αναφέρουμε την πρόσφατη προσφυγή στις υπάρχουσες διατάξεις ευελιξίας (ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής) ως τη μόνη εφικτή λύση στο ξέσπασμα της πανδημίας. Επομένως, η ευελιξία πρέπει να παραμείνει βασικό συστατικό του δημοσιονομικού πλαισίου, ενώ η βελτίωση των τρόπων εφαρμογής της κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια.
Τέλος, δεδομένης της σημασίας της ποιότητας των δημοσίων οικονομικών για τη βιώσιμη ανάπτυξη, σε ένα αναθεωρημένο δημοσιονομικό πλαίσιο, επιβάλλεται να προστατεύονται οι παραγωγικές επενδύσεις, όπως οι επενδύσεις στην εκπαίδευση, στην Ε&Α, στις δημόσιες υποδομές και στις μεταφορές, καθώς και οι πράσινες επενδύσεις. Αυτό, ωστόσο, συνεπάγεται ότι είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη και να αναλυθούν ορισμένα κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με τον εννοιολογικό προσδιορισμό και την κατηγοριοποίηση των δημόσιων δαπανών (π.χ. διάκριση μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών δαπανών), καθώς και τη χρηματοδότηση των δημόσιων επενδύσεων. Για παράδειγμα, η αναγκαιότητα προστασίας των δημόσιων επενδύσεων στον τομέα της υγείας κατέστη εμφανής, ίσως περισσότερο από ποτέ, εξαιτίας της πανδημίας COVID-19.
*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου