Μπορεί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) να έκρινε εαυτόν αναρμόδιο να αποφασίσει σχετικά με τη συνταγματικότητα των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις και τα δώρα που έγιναν κατά τη διάρκεια του 11μηνου από 11 Ιουνίου 2015 έως 11 Μαΐου 2016, στο πλαίσιο του νόμου Κατρούγκαλου, ωστόσο όπως φαίνεται δημιουργούνται νομικά αποτελέσματα «δυο ταχυτήτων» εξ αυτής, καθώς αναδρομικά θα λάβουν όσοι συνταξιούχοι του δημόσιου τομέα είχαν προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια έως τις 21 Ιουλίου 2020 για τις περικοπές στις επικουρικές τους συντάξεις κατά το επίμαχο 11μηνο.
Η απόφαση, ωστόσο, δεν καλύπτει όσους δεν είχαν προβεί σε προσφυγή μέχρι τις 21 Ιουλίου του 2020. Επιπλέον, οι συνταξιούχοι του μετοχικού ταμείου της Τράπεζας της Ελλάδος, για τους οποίους ο Άρειος Πάγος είχε εκδώσει απόφαση που έκρινε συνταγματικές τις περικοπές τους, δεν θα λάβουν αναδρομικά.
Με αυτή την απόφαση, το ΑΕΔ αφήνει ανοικτό το ζήτημα της συνταγματικότητας των περικοπών για όσους δεν είχαν προσφύγει δικαστικά, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνει τη μη δυνατότητα λήψης αναδρομικών για τους συνταξιούχους της Τράπεζας της Ελλάδος. Ουσιαστικά, πλέον, το ζήτημα που αποτελεί βασικό σημείο, που μπορεί να επιφέρει «δημοσιονομικά απόνερα» θα πρέπει να τύχει πολιτικής και νομοθετικής αντιμετώπισης, ώστε να αποφευχθεί ένα αίσθημα αδικίας για όσους και όσες δεν προσέφυγαν στη δικαιοσύνη.
Κι αυτό γιατί οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) και του Αρείου Πάγου κρίθηκαν έγκυρες και ισχυρές.
Η απόφαση από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
«Το ανώτατο ειδικό δικαστήριο έκρινε ότι στερείται σχετικής δικαιοδοσίας, λόγω μη αντιθέσεως μεταξύ της αποφάσεως 1509/ 2023 του Αρείου Πάγου και των 2287 και 2088 / 2015 του ΣτΕ. Και τούτο, διότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποφανθέν υπέρ της αντισυνταγματικότητας περιόρισε την κρίση του επί των συνταξιούχων δημόσιων φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, στηριζόμενο στην υποχρεωτικότητά της (επικουρικής) κοινωνικής ασφάλισης, και στην συνακόλουθη παροχή της αποκλειστικώς από το κράτος ή από ΝΠΔΔ, έλαβε υπόψη κατά τρόπο καταλυτικό το σωρευτικό αποτέλεσμα της ένδικης περικοπής με το σύνολο των προηγηθεισών, κατά τα έτη 2000 έως 2012, πολλαπλών διαδοχικών νομοθετικών περικοπών των συντάξεων, κρίνοντας –βάσει της ποσότητας και της έντασης αυτών επί της συγκεκριμένης κατηγορίας συνταξιούχων– ότι επιβαλλόταν συνταγματικώς, αλλά δεν εχώρησε η εκπόνηση ειδικής επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ως προς την επιρροή της ένδικης ρύθμισης στον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος των εν λόγω συνταξιούχων» αναφέρεται στο σκεπτικό.
Από την άλλη πλευρά ο Άρειος Πάγος, «υπό το πρίσμα του νομικού πλαισίου της παρεχομένης από την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδος, ήτοι από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, επικουρικής ασφαλίσεως των συνταξιούχων της, συνεκτιμώντας μεν τις προηγηθείσες περικοπές συντάξεων, οι οποίες, όμως, δεν αφορούσαν στο σύνολο, και δη στην πλειονότητά τους, τους συνταξιούχους της Τράπεζας, και λαμβάνοντας, επίσης, υπ’ όψιν ότι, πάντως, το ύψος των πληττόμενων συντάξεων των ασφαλισμένων στην ως άνω Τράπεζα παραμένει υψηλότερο της μέσης κυρίας και επικουρικής συντάξεως του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, έκρινε συνταγματική την ως άνω διάταξη».
Στο διά ταύτα της δικαστικής απόφασης οι δικαστές σημειώνουν πως «επομένως, κατά το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, λόγω ουσιώδους διαφοροποιήσεως του νομικού και πραγματικού υποβάθρου των υποθέσεων και των αντιστοίχων, φερομένων ως αντίθετων, αποφάσεων του Αρείου Πάγου αφενός και του Συμβουλίου της Επικρατείας αφετέρου, δεν καθίσταται κρίσιμη και αναγκαία για τη μία υπόθεση η γενομένη από το άλλο δικαστήριο ερμηνευτική προσέγγιση του ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη της αυτής νομοθετικής διατάξεως και, συνακολούθως, δεν τίθεται ζήτημα αντιθέσεως, κατ’ άρθρο 100 παρ.1 περ.ε’ του Συντάγματος, των προαναφερθεισών αποφάσεων των ως άνω Δικαστηρίων».
Σημειώνεται ότι η απόφαση του ΑΕΔ αφορά περισσότερους από 370.000 συνταξιούχους και θα «ξεπαγώσει» τουλάχιστον 2.000 αγωγές, η εκδίκαση των οποίων έχει αναβληθεί, μέχρι την έκδοσή της σημερινής απόφασης.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο ΑΕΔ αφού προηγουμένως το Συμβούλιο της Επικρατείας στο πλαίσιο αποφάσεων της Ολομέλειας έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές σε δώρα (Χριστούγεννα, Πάσχα και αδείας) για τις κύριες συντάξεις μόνον για τους έντεκα μήνες, δηλαδή από τον Ιούνιο του 2015 ώς τον Μάιο του 2016. Από την άλλη πλευρά, ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι είναι συνταγματικές οι περικοπές στον ιδιωτικό τομέα για δώρα και επιδόματα, αλλά επί των επικουρικών συντάξεων για λόγους που αφορούσαν μέτρα γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.