Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις προστίθενται στις ήδη επιβαρυμένες συνθήκες από την πρωτοφανή οδυνηρή εμπειρία της πανδημίας. Στο πλαίσιο αυτό, καταγράφεται πλέον μια αξιοσημείωτη μετατόπιση: οι προτεραιότητες διεθνώς επαναπροσδιορίζονται, με στόχο τη θωράκιση των κοινωνιών από τις σύνθετες προκλήσεις που μας απειλούν – από την έκρηξη του πληθωρισμού μέχρι την κρίση ενεργειακής επάρκειας. Η ανακοίνωση της γαλλικής κυβέρνησης για την πλήρη κρατικοποίηση της EDF είναι μια χαρακτηριστική κίνηση που υπογραμμίζει την αποτυχία της μέχρι πρότινος κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης αντίληψης που είχε οδηγήσει στην απαξίωση των δημόσιων πολιτικών και στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Η απάντηση στην εξαιρετικά ασταθή και σύνθετη πραγματικότητα που μας περιβάλλει δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στο παρελθόν (για παράδειγμα στους εντατικούς εξοπλισμούς) ή η μονότονη επανάληψη εύηχων εκκλήσεων (όπως στην περίπτωση της πράσινης μετάβασης). Απαιτούνται σαφείς, ρεαλιστικές και ταυτόχρονα ριζοσπαστικές, πολιτικές πρωτοβουλίες με στόχο την αντιμετώπιση των άμεσων δημοσιονομικών προκλήσεων και τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης ανθεκτικότητας (κοινωνικής, οικονομικής, περιβαλλοντικής) των κοινωνιών μας.
Το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, η χαλάρωση των ασφυκτικών δημοσιονομικών περιορισμών και η αμοιβαιοποίηση των βαρών ήταν σημαντικά βήματα σε αυτήν την κατεύθυνση. Η Ευρώπη αποφάσισε να μην αντιμετωπίσει την κρίση με περιοριστικά μέτρα αλλά με το αντίστροφό της: παρέχοντας τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να επενδύσουν στη θωράκιση και στην ανάπτυξή τους. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικό εργαλείο αποτελεί το χρηματοδοτικό εργαλείο RΕPowerEU για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Θα μπορούσε να είχε υλοποιηθεί νωρίτερα, να είναι πιο φιλόδοξο, να είναι πιο στοχευμένο. Παρά τις όποιες ενστάσεις όμως, το σημαντικό εδώ είναι η αρχιτεκτονική του: η αποφασιστική παρέμβαση στο πεδίο της ενεργειακής πολιτικής.
Μόνο έτσι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την «πολύ-κρίση», όπως την ονόμασε ο ιστορικός Adam Tooze. Δεν έχουμε εδώ μία μεμονωμένη κρίση, αλλά επιμέρους, πολλαπλές και επάλληλες κρίσεις που συνθέτουν ένα εξαιρετικά δύσβατο πεδίο. Κατά συνέπεια, χρειαζόμαστε μια ανάλογη «πολύ-πολιτική» απάντηση: αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας σε Σύμφωνο Βιώσιμης Ανάπτυξης με νέους ευέλικτους
δημοσιονομικούς κανόνες που θα στοχεύουν στην απελευθέρωση πόρων για αναπτυξιακή πολιτική, ενίσχυση του κοινοτικού προϋπολογισμού για την Πολιτική Συνοχής, ανασχεδιασμό των κονδυλίων ώστε να στηριχθούν κλάδοι και περιοχές της Ευρώπης που έχουν μείνει πίσω. Αν το κοινό ευρωπαϊκό πρότζεκτ δεν κινηθεί αποφασιστικά, θα είναι ο μεγάλος χαμένος από τη νέα συνθήκη διαμορφώνεται.
Η χώρα μας επιβαρύνεται δυσανάλογα σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης από τις πολλαπλές κρίσεις. Θα περίμενε λοιπόν κανείς να πρωταγωνιστήσει σε αυτή την μάχη. Δυστυχώς συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο κ. Μητσοτάκης, μόνος στην Ευρώπη, επιμένει στις ξεπερασμένες δοξασίες αυτορρύθμισης της αγοράς, με καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική κοινωνία. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ενέργειας όπου η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετώπισε την κρίση ως ευκαιρία για να ιδιωτικοποιήσει πλήρως την ΔΕΗ και να ξεπουλήσει τα δίκτυα διανομής. Παρέδωσε την χώρα απροετοίμαστη στην ενεργειακή κρίση, υποτίμησε την ακρίβεια, ανέχθηκε την κερδοσκοπία και κατέφυγε σε ανεπαρκή επιδόματα που ήδη έχουν εξανεμιστεί. Η κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική οικονομία είναι εκρηκτική: Είμαστε πρώτοι στην χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος, πρώτοι στον πληθωρισμό στην Δυτική Ευρώπη, πρώτοι στο κόστος καυσίμου ανά μέσο μισθό, μόνοι στην Ευρώπη με το εισόδημα των πολιτών καθηλωμένο στα προ κρίσης επίπεδα.
Στον ΣΥΡΙΖΑ επιμένουμε στο αυτονόητο: χρειαζόμαστε πολιτική σύγκρουσης με τον πυρήνα της ακρίβειας. Επιβολή πλαφόν στην χονδρεμπορική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, φορολόγηση των υπερκερδών των παραγωγών ενέργειας, μείωση του ΕΦΚ στα ενεργειακά προϊόντα και του ΦΠΑ στα τρόφιμα και γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού. Τα μέτρα αυτά, που αποτυπώθηκαν στις 5+1 δεσμεύσεις που διατύπωσε ο Αλ. Τσίπρας στο πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ, πρέπει να συνδυαστούν με τις αναγκαίες μεταρρυθμιστικές τομές στην ενέργεια, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, την ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους, την αποφασιστική ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, με αιχμές το ΕΣΥ και την δημόσια παιδεία.
Ειδικά στις σημερινές συνθήκες, είναι κρίσιμο η χώρα να στοχεύσει στην ενεργειακή της επάρκεια, ασφάλεια και κατά το δυνατόν αυτονομία. Με σταδιακή και ομαλή μετάβαση από τον λιγνίτη στις ανανεώσιμες πηγές, σοβαρά χρηματοδοτικά προγράμματα για την εξοικονόμηση ενέργειας σε κτήρια και μεταφορές, με αυτοπαραγωγή και αυτοκατανάλωση για αγρότες, αυτοδιοίκηση και επιχειρήσεις. Με αξιοποίηση των ενεργειακών κοινοτήτων που θεσμοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ και παραμένουν στα αζήτητα τα τελευταία δυόμιση χρόνια, ολοκλήρωση του Ειδικού Χωροταξικού για τις ΑΠΕ που έχει κολλήσει από το 2019, επιτάχυνση των αναγκαίων επενδύσεων στις διασυνδέσεις.
Τέλος, το σύνολο των χρηματοδοτικών εργαλείων που διαθέτει η χώρα (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ 2021 – 2027, νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, ‘’Fit for 55’’ για την πράσινη ανάπτυξη, Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης) πρέπει να αξιοποιηθούν στη βάση μιας ολοκληρωμένης Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής για τον συνολικό μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας. Με οδηγό τον οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας, την ανασυγκρότηση και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, την δίκαιη ανάπτυξη με κανόνες, την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη.
Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η πολιτική αλλαγή. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τις νεοφιλελεύθερες εμμονές της, την ακραία μεροληψία της υπέρ των λίγων και ισχυρών και
τη διαχειριστική της ανεπάρκεια, ούτε θέλει ούτε μπορεί να δώσει διέξοδο στην κρίση. Αντίθετα, με τις επιλογές της επιτείνει την ανασφάλεια και οδηγεί στην φτωχοποίηση μια ήδη εξαντλημένη κοινωνία. Η χώρα χρειάζεται μια νέα αρχή. Νέα αρχή με προοδευτική κυβέρνηση που θα προκύψει από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές.