Οι άντρες της ΕΜΑΚ τον έσωσαν και ο 63χρονος κυνηγός είναι πλέον ασφαλής. Η περιπέτεια που έζησε στα Καλάβρυτα, βρίσκεται συνεχώς στο μυαλό του. Οι εφιαλτικές μνήμες άλλωστε είναι ακόμα νωπές. Από την πτώση του σε χαράδρα της περιοχής που βρισκόταν, μέχρι τη στιγμή που οι διασώστες κατάφεραν να τον προσεγγίσουν και να τον μεταφέρουν με ασφάλεια.
Όλα έγιναν την Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου σε ορεινή περιοχή στα Καλάβρυτα. Ο κυνηγός ανέβηκε με το τσοπανόσκυλο που παίρνει πάντα μαζί και θυμάται το ατύχημα, που έβαλε σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή. «Κατά τη 13:30, πήγα να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου, πάτησα ένα κούτσουρο και έπεσα στο ίσωμα και έγινα σμπαράλια. Μετά άρχισα να κατεβαίνω σιγά – σιγά για να βγω προς τον δρόμο όπου ήταν το αυτοκίνητό μου» περιγράφει στην εφημερίδα «Πελοπόννησος» και συνεχίζει:
«Είχα φτιάξει δυο μαγκούρες από ξύλα που βρήκα και σερνόμουν, έχοντας πάντα το σκυλάκι μου δίπλα, δεν έφευγε. Στο σουρούπωμα άκουσα κάποιον άνθρωπο, για τσοπάνης μου φάνηκε, φώναξα και εκείνος ανταποκρίθηκε. Για να μην καταναλώνω δυνάμεις, του είπα ότι θα του χτυπάω το κουδουνάκι από το σκυλί και ήρθε. Μετά, ενημέρωσε και αυτός, γιατί με έψαχναν αλλού. Από τη στιγμή που τον είδα, ηρέμησα».
Νωρίτερα, έχοντας επικοινωνήσει με την έκτακτη γραμμή βοήθειας «112», ευρισκόμενος σε σύγχυση, αν και γνώριζε το σημείο που βρισκόταν, δεν έδωσε σαφές στίγμα, με αποτέλεσμα οι έρευνες να επικεντρωθούν αρχικά στο χωριό Κούτελη.
«Ήταν λάθος μου που δεν πήρα μαζί το όπλο, γιατί εάν το είχα μαζί θα έριχνα και κάποιος θα με άκουγε. Το άδειασα και το άφησα εκεί που έπεσα. Είχα ένα μπουκάλι τσίπουρο μαζί μου, δεν έπινα όσο άντεχα, το κράταγα γιατί δεν ήξερα πόσο χρόνος θα χρειαζόταν. Το κακό είναι πως ενώ στο σακίδιό μου έχω τα πάντα μέσα, από το να ανάψω φωτιά, σφυρίχτρα ασφαλείας, φαρμακείο κ.λπ., αυτή τη φορά δεν το πήρα μαζί μου, το άφησα στο αυτοκίνητο. Είπα “για μια ώρα θα πάω να κυνηγήσω, τι να το κουβαλάω;” αλλά δεν ξέρεις τελικά ποτέ τι θα συμβεί».
Το διάστημα των περίπου 6 ωρών που ο 63χρονος βρισκόταν μόνος και αβοήθητος σε δύσβατη περιοχή, η σκέψη που τον συντρόφευε, όπως αποκαλύπτει, ήταν εκείνη της μητέρας του, που πλέον δεν βρίσκεται στη ζωή. «Τη σκεφτόμουν συνέχεια και έλεγα “α ρε μάνα, α ρε μάνα, τα ίδια’’» και αυτό γιατί κι εκείνη είχε μια αντίστοιχη περιπέτεια προ ετών, όταν πήγε για χόρτα, σκόνταψε σε μικρή απόσταση από το σπίτι τους και βρέθηκε τυχαία από περαστικό. Όπως αναφέρει, δεν φοβήθηκε στιγμή πως δεν θα τα καταφέρει. «Ελεγα θα τη γλυτώσω, θα τα βγάλω πέρα μόνος μου» θυμάται.
Στην ερώτηση εάν θα πάει και πάλι μόνος για κυνήγι απαντά καταφατικά, υποστηρίζοντας πως «αυτό μπορείς να το πάθεις παντού». «Η ζωή είναι ωραία δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω. Αυτό που θα κάνω τώρα, είναι: θα κοιτάζω το κινητό να είναι φορτισμένο, θα ενημερώνω τους δικούς μου για τo πού ακριβώς θα πηγαίνω και θα επιδιώκω να έχω και κάποιον άλλο κοντά μου».